Ζαρ Αμβίν

Επέπλεε, δεν κολυμπούσε. Διέσχιζε τα σκοτεινά νερά ακίνητος, σαν πτώμα, ενώ το αντικείμενο στα χέρια του, έβγαζε μία θέρμη από το εσωτερικό του που μούδιαζε τις αρθρώσεις. Το κρατούσε σχεδόν με ευλάβεια, ήταν το μόνο πράγμα που τον κρατούσε στην επιφάνεια και στη ζωή. Η ζέστη του όμως έμοιαζε να κοπάζει, δεν επαρκούσε, ένιωθε ότι σε λίγο τα μέλη του θα άρχιζαν να κρυώνουν κι η υποθερμία θα τον σκότωνε αργά και βασανιστικά. Ίσως για αυτό να άνοιξα και τα μάτια μου, σκέφτηκε. Την αμέσως επόμενη στιγμή το βλέμμα του στράφηκε προς τα κάτω, προς το βυθό, και τότε Την είδε!

Παγερή και ξένη, φτιαγμένη από κόκκαλο και ξεραμένο δέρμα καλυμμένη από μία μεμβράνη που την έκανε να μοιάζει με τεράστιο, απόκοσμο μπουμπούκι, η Ζαρ-Αμβίν, η τρομερή ακρόπολη των δαιμόνων, ανυψωνόταν από τα βάθη της υπόγειας μαύρης θάλασσας του Άχρινον. Βλέποντάς την, ο Ιμπάν Αλ-Ραζμάν ένιωσε δέος.

Μόνο μια φορά κάθε πέντε χρόνια η φριχτή αυτή πόλη, , που το όνομά της και μόνο αρκούσε για να παγώσει το αίμα στις φλέβες των ανθρώπων, έβγαινε στην επιφάνεια, και μόνο για μία ημέρα. Και μόνο την ημέρα εκείνη μπορούσε κάποιος προσκυνητής να επισκεφτεί την πολιτεία και να ζητήσει από τους τερατώδεις κατοίκους της να τον διδάξουν την απαγορευμένη Σοφία που κατείχαν και την απόκοσμη Δύναμη που αυτή έκρυβε μέσα της.

Το ταξίδι για να φτάσει κανείς από την παγωμένη έρημο του Ταλχράντ, από όπου και ο Ιμπάν καταγόταν, μέχρι την υπόγεια θάλασσα ήταν μακρύ και επικίνδυνο. Ο μάγος χρειάστηκε να διασχίσει την τρομερή οροσειρά του Ιχαντόρ και να αποφύγει τα τερατώδη όρνια που κατοικούσαν στις κορυφές της, την κοιλάδα του Μιρντ, όπου οι ίσκιοι ήταν πολύ πιο θανάσιμοι από τα λιοντάρια και τους ληστές της, τη Θεοκρατία του Μόρντοξ, όπου φωτιά και ατσάλι περίμενε όσους από τους μύστες των σκοτεινών τεχνών συλλάμβαναν οι αρχές. από εκεί, ακολουθώντας έναν αρχαίο χάρτη, μπήκε στα στοιχειωμένα σπήλαια του Ζαλ-Αχάρ, για να φτάσει τελικά στην υπόγεια πόλη του Ράαχντ και τις όχθες της μαύρης θάλασσας.

Ο φρικιαστικός νάνος που συνάντησε εκεί και που, όπως του είχαν πει, γνώριζε το μυστικό της Ζαρ-Αμβίν ήταν και αυτός που του έδωσε το αντικείμενο, το κόκκαλο που κρατούσε τώρα στα χέρια του. Το κόκκαλο, που θα μπορούσε να ήταν ανθρώπινο αν δεν ήταν τόσο μακρύ, με τα άγνωστα, απόκρυφα σύμβολα σκαλισμένα στην επιφάνειά του. Κρατώντας το, έπρεπε να βουτήξει στην ανήλιαγη θάλασσα, να κλείσει τα μάτια του και η μαγεία του θα τον έφερνε στο σημείο εκείνο όπου η ακρόπολη θα ανυψωνόταν από το βυθό.

Έτσι κι έκανε και, οι Παλαιότατοι μόνο ξέρουν μετά από πόσες ώρες στα σκοτεινά νερά, μπόρεσε επιτέλους να πραγματοποιήσει το πιο ανομολόγητο όνειρό του και να παρευρεθεί σε μία από τις θρυλικές αναδύσεις της αρχαίας πόλης.

Τώρα βέβαια, που είχε έρθει επιτέλους η ώρα εκείνη, ο άντρας δεν ένιωθε πια και τόσο σίγουρος για το αν έπρεπε να χαίρεται ή να μετανιώνει που ήταν εδώ. Η απόκοσμη λάμψη της βυθισμένης Ακρόπολης τον έκανε να ανατριχιάζει από δέος, αλλά και από έναν πρωτόγονο φόβο, καθώς, σύμφωνα με τα κείμενα,  “πόδι ανθρώπου δεν νοείται να πατάει εκεί που οι Παλαιότεροι κατοικούν.”

Σταμάτα να κάνεις σαν αγόρι λίγο πριν την πρώτη του φορά με γυναίκα, μάλωσε ο μάγος τον εαυτό του, σκέψου μονάχα τα μυστικά που μας περιμένουν.

Πρώτο κομμάτι της πόλης που βγήκε στην επιφάνεια ήταν η μυτερή σαν λόγχη κορυφή του ψηλότερου κτίσματος, ενός πύργου από βασάλτη που προεξείχε του θόλου. έσκισε στα δύο το σκοτεινό νερό, σα να άνοιγε το δρόμο για το μπουμπούκι που σχημάτιζε η παχιά μεμβράνη που περιέβαλλε την ακρόπολη.

Όταν πια και το τελευταίο από τα ανίερα κτίσματα της είχε βγει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ο Ιμπάν Αλ-Ραζμάν δε μπορούσε παρά να μείνει άφωνος από το μακάβριο θέαμα που αντίκριζε. τα κτήρια, ακόμα και από αυτή την απόσταση, ήταν μεγαλειώδη αλλά και φρικιαστικά. Ατσάλωσε όμως τη θέλησή του και δεν έχασε στιγμή. Με το κορμί του ακόμα πιασμένο από το ψύχος, αλλά και από τη μυστικιστική νάρκη στην οποία είχε πέσει για να φτάσει ως εδώ, άρχισε να κολυμπά προς τα βράχια.

Η θάλασσα, γαλήνια σα λάδι, δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. έφτασε στην άκρη των βράχων και εκεί ανακάλυψε μια σειρά από φυσικά σκαλοπάτια που θα τον βοηθούσαν να σκαρφαλώσει στην κορυφή τους. εκεί, σφίγγοντας ακόμα στο χέρι του το κόκκαλο, ακολούθησε τις τελικές οδηγίες του νάνου για να μπει στην πόλη.

Ύψωσε λοιπόν το χέρι του και ακούμπησε το κόκαλο πάνω στην προστατευτική μεμβράνη γύρω από την πόλη. Το απόκοσμο πέταλο της  αναρίγησε και, κυματίζοντας, σχίστηκε στα δύο, δημιουργώντας μία πύλη που επέτρεπε σε έναν άνθρωπο να μπει στο εσωτερικό του. Ο Ιμπάν τη διέσχισε χωρίς δισταγμό. Η πύλη έκλεισε πίσω του σαν πληγή που θεραπεύεται, ενώ ο μάγος κατευθύνθηκε γοργά προς τα πρώτα κτίσματα της πόλης.

Πρωτόγονος τρόμος άδραξε σφιχτά τους σπονδύλους του μάγου, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά από κοντά τα κτίσματα. Απέξω από τη μεμβράνη έμοιαζαν απλά με κατασκευές απόκοσμες, ξένες ως προς το οτιδήποτε είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή, από κοντά όμως οι λεπτομέρειες ήταν κάτι περισσότερο από ότι θα μπορούσε να αντέξει ο ανθρώπινος νους.

Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να πει κτίσματα τις παράξενες κατασκευές που αποτελούσαν την πόλη. Γιατί, αντί για σπίτια, η Ζαρ-Αμβίν ήταν γεμάτη από κατασκευές από ξεραμένο δέρμα που στηριζόταν πάνω σε ξασπρισμένα από τον χρόνο κόκαλα. κατασκευές που αγνοούσαν την κοινή αρχιτεκτονική, οι σκελετοί τους σχημάτιζαν παράξενες γωνίες και έκαναν τα μάτια του Ιμπάν να δακρύζουν. Ανάμεσά τους δρόμοι στενοί και δίχως ίχνος ζωής στριφογύριζαν σαν φίδια.

Ο μάγος προχώρησε πιο βαθιά στην πόλη, νιώθοντας ανάμεικτο θαυμασμό και αηδία για τα όσα έβλεπε. Κάθε νέο βήμα του αποκάλυπτε και άλλον έναν αρχαίο τρόμο, που μάτια ανθρώπου δε θα έπρεπε ποτέ να αντικρίσουν. Τα παράξενα κτήρια από κόκαλα και δέρμα γίνονταν όλο και πιο ψηλά και πιο τρομαχτικά, ορθώνονταν από πάνω του σαν κουφάρια από γίγαντες.  Πραγματικά, η πόλη των δαιμόνων ήταν από μόνη της ένα μέρος εφιαλτικό, ακόμα και με τους κατοίκους της να παραμένουν άφαντοι.

Μα τους Παλαιότατους, σκέφτηκε ο Ιμπάν με δέος, οι γραφές δεν υπερέβαλαν καθόλου. Αν δεν είχε περάσει χρόνια μελετώντας τα απαγορευμένα τελετουργικά, αν δεν είχε τελέσει και ο ίδιος μερικές από τις πιο φριχτές ακολουθίες των Μελανών Γραφών, τότε σίγουρα θα είχε τρελαθεί από το ξένο προς κάθε τι ανθρώπινο θέαμα, όπως προειδοποιούσαν οι ανώνυμοι συγγραφείς τους.

Έπρεπε να περπατούσε για μισή ώρα, χαμένος μέσα στους λαβυρινθώδεις δρόμους της ακρόπολης, όταν αντίκρισε το πρώτο ίχνος ζωής, αν μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς έτσι. Δεν ήταν ούτε κάποιο τερατόμορφο πλάσμα, ούτε κάποια από τις σκιές που οι θρύλοι έλεγαν ότι κατοικούν στην πόλη. Αυτό που είδε ήταν ένα κτήριο που παλλόταν σαν ζωντανή καρδιά. Το παράξενο αυτό θέαμα εντυπωσίασε τον άντρα, ο οποίος ξέχασε στιγμιαία κάθε ίχνος φόβου και, με την περιέργεια του ερευνητή να τον καθοδηγεί, πλησίασε το κτίσμα, ένα ωοειδές κατασκεύασμα ύψους τριών μέτρων και με διάμετρο ενάμησι μέτρο. Δε φαινόταν να υπάρχει καμία είσοδος προς αυτό, μοναχά η στιλπνή, κατακόκκινη επιφάνειά του, σαν φρεσκογδαρμένο δέρμα. Ένα κρανίο ξεχώριζε στην κορυφή του κτίσματος, ένα κρανίο που σίγουρα δεν ήταν ανθρώπου.

Και στην αφή όμως η επιφάνεια του κτίσματος είχε την υφή δέρματος, ήταν υγρή, ζεστή και, όταν την πίεσε, τα τοιχώματα ζουλήχτηκαν σαν το κατασκεύασμα να περιείχε κάποιο υγρό στο εσωτερικό του. Για κάθε δέκα χτύπους της καρδιάς ανθρώπινης καρδιάς του μάγου, το κτίσμα ταραζόταν από έναν δυνατό παλμό από το εσωτερικό του. Ψηλαφώντας το πιο προσεχτικά, ο εξερευνητής δεν ανακάλυψε το παραμικρό άνοιγμα, ούτε καν κάποια αμυχή στο εξωτερικό στρώμα του δέρματος που περιέβαλε το κτίσμα.

Προβληματισμένος από το μυστήριο του κτίσματος αυτού, ο Ιμπάν ετοιμαζόταν να το αφήσει πίσω του, ψάχνοντας να βρει και άλλα μυστικά της χαμένης πόλης, όμως μια δυνατή αναταραχή από το εσωτερικό του έκανε το κτήριο να ταρακουνηθεί σύσσωμο.

Ο Ιμπάν πήδηξε ξαφνιασμένος προς τα πίσω και έκανε να αρπάξει το στιλέτο που έκρυβε στη ζώνη του, όμως πάγωσε όταν πρόσεξε το κοκάλινο μαχαίρι που είχε πεταχτεί από το εσωτερικό του κτίσματος, σχίζοντας το δέρμα που το περιέβαλλε. Το μαχαίρι αυτό ήταν κυρτό, με πριονωτή κόψη, ενώ γύρω του, από την πληγή που είχε προκαλέσει στην επιδερμίδα του κτίσματος, έτρεχε ένα πράσινο, παχύρρευστο υγρό. Μια δεύτερη μαχαιριά, λίγα εκατοστά πιο πάνω από την πρώτη, έσκισε και σε άλλο σημείο το δέρμα, ενώ ακολούθησαν κι άλλες δύο, κοντά στις προηγούμενες, δημιουργώντας έναν κύκλο από κοψίματα.

Ο Ιμπάν ένιωσε το φόβο να φωλιάζει στα σωθικά του, όμως πάγωσε στη θέση του. έπρεπε να δει τι ήταν αυτό που θα συνέβαινε, να γίνει μάρτυρας σε κάτι που του φαινόταν ως εξωπραγματικό.

Και το θέαμα που ακολούθησε ήταν πραγματικά πρωτόγνωρο. Τα μαχαίρια άρχισαν να πλησιάζουν το ένα το άλλο, ενώ το πράσινο υγρό χυνόταν όλο και πιο γρήγορα. Όταν τελικά οι λεπίδες συναντήθηκαν, βυθίστηκαν και πάλι όλες μαζί μέσα στο κτήριο και έπειτα, με μια βίαιη κίνηση, ένα αλλόκοτο χέρι τινάχτηκε μέσα από το σκισμένο δέρμα, ξεσκίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι από την επιφάνειά του. Το χέρι ήταν μακρύ, το δέρμα που το κάλυπτε ήταν φολιδωτό, σκούρου καστανού χρώματος, και πάρα πολύ μακρύ για να είναι ανθρώπινο. Σταγόνες από το παχύρευστο υγρό που γέμιζε την κατασκευή, το κουκούλι του, έσταζαν από το άκρο του. Η παλάμη του ήταν στενόμακρη και κατέληγε σε τέσσερα κυρτά δάκτυλα, στις άκρες των οποίων μακριά, κοφτερά νύχια από κόκαλο γυάλιζαν στο αδύναμο φως που ανέδιδαν οι μύκητες της οροφής. Τα νύχια αυτά ήταν που ο Ιμπάν είχε περάσει για μαχαίρια.

Ο μάγος πισωπάτησε τρομαγμένος, καθώς το χέρι του πλάσματος άρχισε να σκίζει το δέρμα που το παγίδευε, προσπαθώντας να βγει έξω. Κρυμμένος πίσω από ένα από τα άλλα κτήρια παρακολούθησε με νοσηρό ενθουσιασμό τον δαίμονα να σκίζει το κουκούλι του και να βγαίνει στον αέρα της πόλης. Το πλάσμα έμοιαζε με μια ανόσια παρωδία ανθρώπου, καμπουριασμένο, με άκρα επιμηκημένα και λεπτά που κατέληγαν σε τρομερά γαμψώνυχα. Το κρανίο του ήταν κι αυτό παραμορφωμένο, με το σαγόνι του να κρέμεται, αφήνοντας να φανούν στο στόμα του διπλές σειρές από σουβλερά δόντια. Τα κατακόκκινα μάτια του, τοποθετημένα στις άκρες του στενόμακρου προσώπου του, συμπλήρωναν την εικόνα αρπαχτικού.

Ο δαίμονας, ακίνητος στη μέση μιας λίμνης από το πηχτό υγρό που, μέχρι πριν λίγο, τον περιέβαλε στην εφιαλτική μήτρα του (γιατί μήτρες είναι αυτά που είχα περάσει για κτήρια, μήτρες που είχαν χρησιμοποιηθεί από άλλους σαν κι αυτό το πλάσμα, συνειδητοποίησε ο μάγος), μύριζε με προσοχή τον αέρα. Ο Ιμπάν ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Μπορεί άραγε να με μυρίσει, αναρωτήθηκε και, βαθιά μέσα του, είχε αρχίσει να μετανιώνει που πάτησε το πόδι του σε αυτή την ανόσια πόλη.

Όμως η τύχη ήταν με το μέρος του. ο δαίμονας, με ακανόνιστα βήματα, πήρε έναν από τους δρόμους που οδηγούσε βαθύτερα μέσα στην πόλη, σαν κάτι να τον καλούσε προς τα εκεί, προς τον εβένινο πύργο που υψωνόταν στο κέντρο της. Ο μάγος, γνωρίζοντας ότι αυτό που έκανε ήταν το λιγότερο παράτολμο, τον ακολούθησε από μακριά, παραμένοντας κρυμμένος πίσω από τις γωνίες που σχημάτιζαν οι κάποτε γενέθλιοι σάκοι των κατοίκων της πόλης αυτής.

Το νεογέννητο πλάσμα έφτασε τελικά σε ένα άπλωμα, έναν κυκλικό χώρο γυμνό από κτίσματα κάτω από τη σκιά του πελώριου οβελίσκου. Ο Ιμπάν Αλ-Ραζμάν, κρυμμένος πίσω από μία γωνία, το παρακολουθούσε να στέκεται ακίνητο, σα να περίμενε κάτι. Σα να περίμενε τις σκιές εκείνες που ξεπετάχτηκαν από όλες τις πλευρές του κύκλου και άρχισαν να ρέουν προς το μέρος του δαίμονα, άμορφες σκιές που σταδιακά ξεκίνησαν να ανορθώνονται, παίρνοντας τερατώδεις, ανθρωποειδείς μορφές.

Ο μάγος μπορούσε να διακρίνει τουλάχιστον άλλους είκοσι δαίμονες να περιβάλλουν το νεογέννητο αδερφό τους και κάθε ένας από αυτούς ήταν διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Άλλος είχε πιθηκοειδές σώμα, ογκώδες και γεμάτο με μύες και άλλος ήταν εντελώς σκελετωμένος, λες και το κορμί του ήταν φτιαγμένο μόνο από κόκαλα και δέρμα, όπως η μήτρα που τον ξέβρασε σε αυτή την πόλη. Άλλος δεν είχε χέρια, αλλουνού του έλειπαν τα πόδια ή το κεφάλι, μερικοί δεν είχαν μάτια ή στόμα, άλλος πάλι είχε δύο στόματα, το ένα στο πρόσωπο και το άλλο στην κοιλιά του και άλλος είχε στόματα στη θέση των ματιών και ένα μεγάλο μάτι στη θέση του στόματος. Άλλος ένας είχε και τα γεννητικά όργανα και των δύο φύλων, και μάλιστα διογκωμένα σε υπερθετικό βαθμό, ενώ κάποια από τα πλάσματα γύρω του δεν είχαν οτιδήποτε θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι ανήκαν σε κάποιο από τα δύο φύλα. Και οι τερατώδεις αυτές μορφές σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από το πλάσμα που ο Ιμπάν Αλ-Ραζμάν είχε ακολουθήσει ως εκεί.

Ο μάγος ήξερε ότι έπρεπε να φύγει το συντομότερο από εκεί, η ανάγκη του όμως να γίνει μάρτυρας της τελετουργίας αυτής των δαιμόνων τον κράτησε στη θέση του. Με την ανάσα του κομμένη παρακολούθησε τον κύκλο που οι δαίμονες είχαν σχηματίσει γύρω από το νεότερο αδερφό τους να ανοίγει και  μια νέα σκιά, που είχε κατέβει από την κορυφή του βασαλτικού πύργου, σύρθηκε μέσα και ορθώθηκε στο εσωτερικό του κλοιού τους, μια σκιά που πήρε μορφή επιβλητική, μια μορφή που ξεχώριζε από αυτή των γύρω του. Ο νέος αυτός δαίμονας ήταν ψηλός, με πρόσωπό μάυρο, παγερά επιβλητικό, μακριά χέρια και μυώδες κορμί που το κάλυπτε πυκνό τρίχωμα. Τα μακριά πόδια του του επέτρεπαν να περπατάει με χάρη χορευτή, ενώ οι κινήσεις του έμοιαζαν με το λίκνισμα κόμπρας, υπνωτίζοντας τον μάγο.

Ο νέος αυτός δαίμονας στάθηκε μπροστά από το νεογέννητο πλάσμα και το κοίταξε σκεπτικός. Το πλάσμα δεν αντέδρασε. Ο δαίμονας άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στο κεφάλι του όντος στοργικά, σαν πατέρας που υποδέχεται στην οικογένειά του το νεότερο γιο του. Ο Ιμπάν Αλ-Ραζμάν ένιωσε να ανατριχιάζει με το θέαμα που έβλεπε, όμως ένιωθε ανίκανος να απομακρυνθεί από τη σκηνή. Και τότε ο αρχιδαίμονας, με το χέρι του ακόμα στο κεφάλι του νέου μέλους της πόλης τους, γύρισε προς το μέρος του μάγου.

Τι θες ανάμεσά μας άνθρωπε; άκουσε μία φωνή μέσα στο κεφάλι του.

Για μια στιγμή πάγωσε. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Ήξερε ότι θα έπρεπε να τρέξει, να φύγει μακριά, η θέληση όμως του βασιλιά των δαιμόνων υπερίσχυσε πάνω του. Το σώμα του, σα να καταλάβαινε πόσο μάταιο ήταν να κρύβεται, βγήκε από την κρυψώνα του και, σαν κούκλα, κατευθύνθηκε προς τον κύκλο. Οι δαίμονες-σιωπηλοί θεατές άνοιξαν και πάλι τον κλοιό που είχαν σχηματίσει γύρω από τον αρχηγό τους, αυτή τη φορά για να αφήσουν τον άνθρωπο να μπει ανάμεσα του.

Ο μάγος έφτασε μπροστά από τον αρχηγό και ταπεινά γονάτισε μπροστά του και, σα να γνώριζε το τελετουργικό, έσκυψε το κεφάλι και είπε με στεντόρεια φωνή:

“Μεγαλειότατε, κι εσείς Αρχαία Πλάσματα του Σκότους, ήρθα στην πόλη σας για να σας παρακαλέσω ταπεινά, όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο μπροστά στην Ανωτερότητα της Ύπαρξής σας, να με διδάξετε τη Γνώση που σας έχει παραχωρηθεί από τους Παλαιότατους.”

Το πλάσμα που στεκόταν μπροστά του δεν του απάντησε. Αντίθετα, το μακρύ χέρι του κατέβηκε στο πηγούνι του Ιμπάν και το ανασήκωσε με ένα νεύμα. Το βλέμμα του μάγου συνάντησε τα ψυχρά μάτια του Άρχοντα της Ζαρ-Αμβίν και, βαθιά μέσα του, η ψυχή του ούρλιαξε με τρόμο, ούρλιαξε απεγνωσμένα στον Ιμπάν να φύγει, να εξαφανιστεί, να αφήσει πίσω του κάθε φιλοδοξία για δύναμη και γνώση. Ο κάτοχός της όμως, τόσο μαγεμένος από το βλέμμα του Άρχοντα την αγνόησε.

Ο αρχιδαίμονας πάλι, του έγνεψε καταφατικά, έλιωσε πάλι σε σκιές, και ο κύκλος που  περιέβαλε αυτόν και τον Ιμπάν έκλεισε γύρω από το μάγο.

Ο μάγος έχασε πρώτα το δέρμα του, αφού, με απάνθρωπη προσοχή τα πλάσματα του κύκλου το χάραξαν με τα νύχια τους και το τράβηξαν αργά, μεθοδικά από τη σάρκα του. Τα ουρλιαχτά του αντηχούσαν στη φασματική μεμβράνη που κάλυπτε την πόλη, καθώς οι σάρκα του έκαιγε, εκτεθειμένη για πρώτη φορά στον αέρα.

Έπειτα έχασε τη σάρκα του, την οποία οι δαίμονες καταβρόχθισαν λαίμαργα, ξεγυμνώνοντας τα κόκαλά του και από το τελευταίο ίχνος της.

Στη συνέχεια έχασε τα κόκαλά του, με τα οποία οι δαίμονες έχτισαν ένα κλουβί, όπως αυτό που είχε δει πριν λίγο να γεννά έναν από τους κατοίκους της καταραμένης ακρόπολης, ένα κλουβί που σκέπασαν με το ακόμα υγρό δέρμα του, ενώ στην κορυφή του κουκουλιού εναπόθεσαν το κρανίο του.

Και τέλος έχασε την ψυχή του, που, παγιδευμένη μέσα στη δαιμονική μήτρα της, γινόταν βορρά στο Σκότος κομμάτι-κομμάτι, μέχρι να αφανιστεί εντελώς. στην επόμενη ανάδυση της καταραμένης ακρόπολης, ένας νέος κάτοικος θα  γινόταν μέλος του καταραμένου πληθυσμού της.

—-

Η πρώτη παράγραφος είναι γραμμένη από την αγαπητή Κιάρα Καλουτζή, στα πλαίσια συγγραφικού παιχνιδιού του φόρουμ sff.gr

Σχολιάστε ελεύθερα