Η κατάρα του Πορφυρού Ματιού

“Δεν υπάρχουν φαντάσματα. Είναι απλά μια δεισιδαιμονία!” είπε ο μάγος, δίνοντας έμφαση σε κάθε του λέξη.
“Ξέρω πολύ καλά τι είδαν τα μάτια μου!” διαμαρτυρήθηκε ο Λουδοβίκος Μάνριχ.
Ο Αύγουστος δεν απάντησε. Τον κάρφωσε μοναχά με το βλέμμα, μέχρι που εκείνος αναγκάστηκε να παραδεχτεί: “Εντάξει, η άκρη των ματιών μου.”
Η Κασσάνδρα θεώρησε περίεργο θέαμα τον μεγαλόσωμο άντρα να κατεβάζει το κεφάλι του σα ντροπιασμένο παιδάκι. Ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός και έναν ώμο πιο φαρδύς από τον Αύγουστο, μπορούσε όμως να φανταστεί τα χείλη του να τρέμουν κάτω από τα φουντωτά γένια του.
“Η περιφέρεια της όρασης μπορεί να αντιληφθεί πολλά φαινόμενα που δεν είναι ορατά στο κοινό μάτι,” μπήκε στη μέση για να σπάσει την αμηχανία της στιγμής, αλλά οι δύο άντρες την αγνόησαν.
“Κύριε Μπρόντλεϋ, προσέλαβα εσάς και τη… βοηθό σας, επειδή σας συνέστησαν αξιόπιστοι συνεργάτες μου. Δεν μπορώ να δεχτώ όμως ότι αρνείστε τόσο πεισματικά να με βοηθήσετε με το φάντασμα του διαρρήκτη.”
Ο Αύγουστος κοίταξε μηχανικά το γραφείο του κυρίου Μάνριχ. Αυτό που είδε του επιβεβαίωσε ότι δεν είχε απέναντί του κάποιον φαντασμένο συγγραφέα που φοβόταν και τη σκιά του: τα ράφια στον τοίχο απέναντι από το γραφείο του εξερευνητή ήταν γεμάτα με πολύτιμα τεχνουργήματα που επιβεβαίωναν τις πολλές περιπέτειες που είχε καταγράψει στα έργα του: αγάλματα ζώων και Αγίων φτιαγμένα από κάθε είδους υλικό, εξωτικά μουσικά όργανα, τελετουργικές μάσκες και όπλα από τις ζούγκλες της Σουόρ, αυθεντικά κοσμήματα των ιθαγενών του Άμορακ, ακόμα και αυθεντικά τελετουργικά όπλα των αρχαίων πόλεων της ερήμου του Ρέμπακαλ. Τα ταξίδια του μάγου στις περιοχές αυτές του επέτρεπαν να ξεχωρίζει τα αυθεντικά από τις απομιμήσεις.
“Δυστυχώς, σας λέω ότι με έχει διδάξει η εμπειρία μου και οι μελέτες μου. Οι ζωντανοί-νεκροί είναι πολύ πιο σπάνιοι από όσο λέγεται και, ιδίως αν μιλάμε για φαντάσματα, ένας τυχαίος διαρρήκτης που δέχτηκε μια σφαίρα όσο έκανε μια ληστεία δε θα κατέληγε ποτέ φάντασμα.”
“Χρειάζεται συναισθηματική φόρτιση και δέσιμο μεταξύ θύτη-θύματος για να συμβεί κάτι τέτοιο,” συμπλήρωσε η Κασσάνδρα.
Ο Λουδοβίκος Μάνριχ στραβοκοίταξε τους δύο νεαρούς. Ο άντρας ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, με κοντά μαύρα μαλλιά και το σταρένιο δέρμα των νότιων χωρών. Ντυμένος με ολόγκριζα ρούχα στεκόταν και μιλούσε μπροστά του με την αυθεντία κάποιου πολύπειρου μελετητή. Αν δεν ήταν το κοφτερό του βλέμμα θα τον είχε διώξει ως αναιδή απατεώνα. Η κοπέλα πάλι δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από τον σύντροφό της. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και χλωμό δέρμα που, μαζί με την προφορά της και τις φράσεις που ακούγονταν βγαλμένες από βιβλίο, έδειχναν ότι ήταν γέννημα-θρέμμα του Κουράγκ. Μπορεί να φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, όμως κατάφερνε να φαίνεται ιδιαίτερα θελκτική και αυτό έκανε τον εξερευνητή να αμφιβάλλει για τις ικανότητές της, όπως τον είχε διδάξει η εμπειρία του ότι ισχύει για τις περισσότερες όμορφες γυναίκες.
“Ναι,” διαμαρτυρήθηκε ο συγγραφέας, “αλλά αφότου συνέβη το γεγονός αυτό, τον βλέπω να με περιτριγυρίζει όποτε κάθομαι στο γραφείο μου. Σα να βρίσκεται συνεχώς στην άκρη του ματιού μου. Έχω περάσει έναν εφιαλτικό μήνα και έχω και ένα νέο βιβλίο να ολοκληρώσω.” Την αγανάκτησή του την αντικατέστησε σταδιακά μια έκφραση τρόμου, καθώς προσπαθούσε να εξηγήσει το πρόβλημά του στους δύο μάγους.
“Τι ακριβώς συνέβη με το διαρρήκτη;” ρώτησε ο νεαρός μάγος.
“Ήταν πριν ένα μήνα. Μετά τα μεσάνυχτα. Ξύπνησα ακούγοντας έναν γδούπο στο γραφείο μου. Τόσα χρόνια σε εξερευνήσεις έχω μάθει να κοιμάμαι ελαφρά. Αμέσως άρπαξα το όπλο που έχω στο κομοδίνο μου όρμισα κάτω. Εκεί βρήκα έναν άγνωστο άντρα να προσπαθεί να ανοίξει το ντουλάπι όπου φυλάω κάποια εξαιρετικά πολύτιμα κοσμήματα. Όρμισα μέσα και τον είδα να κρατάει ένα μαχαίρι… Έκανε να μου επιτεθεί και – και εγώ τον πυροβόλησα.”
“Καταλαβαίνω.”
“Όμως, από την ημέρα εκείνη… όποτε κάθομαι να γράψω, βλέπω έναν άντρα στο γραφείο μου…” Έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. “Αλλά πάντα με την άκρη του ματιού μου.”
Ο Αύγουστος έμεινε για λίγο σκεφτικός. Ύστερα κοίταξε την Κασσάνδρα σα να περίμενε κάποια επιβεβαίωση και μετά γύρισε πάλι προς τον Μάνριχ.
“Θα χρειαστεί να ελέγξω το γραφείο σας. Παρακαλώ, μπορείτε να μας αφήσετε για λίγο μόνους; Δε θέλω να κινδυνεύσετε από τα ξόρκια μας.”
“Βεβ- βεβαία,” είπε ο εξερευνητής, “θα σας περιμένω στο καθιστικό.” Και μόλις έφτασε στην πόρτα του δωματίου πρόσθεσε: “Μόνο, σας παρακαλώ, απαλλάξτε με από αυτόν τον εφιάλτη!”

“Πιστεύεις ότι του έχει σαλέψει;” ρώτησε η Κασσάνδρα μόλις βεβαιώθηκαν ότι ο εξερευνητής είχε απομακρυνθεί από την πόρτα.
“Θα μπορούσε,” απάντησε εκείνος αφηρημένα, καθώς εξέταζε τον χώρο. “Αν και έχω την αίσθηση ότι κάποιο ξόρκι υπάρχει στον χώρο.”
“Θες να προσπαθήσω να το εντοπίσω;”
“Δύσκολο. Μετά βίας μπορώ να το νιώσω εγώ, εσύ δε θα καταφέρεις ούτε καν να νιώσεις ότι υπάρχει.”
Η Κασσάνδρα σούφρωσε τα χείλη της. “Γιατί ακόμα δεν είμαι έτοιμη;” ρώτησε δηκτικά.
“Επειδή ακόμα δεν έχεις καταφέρει να φτάσεις σε επίπεδο βαθύ διαλογισμού. Έχεις αρκετό δρόμο μπροστά σου,” της είπε εκείνος.
“Μάλιστα… δάσκαλε,” είπε η κοπέλα ψυχρά και πήγε και στάθηκε δίπλα στα ράφια με τα τρόπαια.
“Έχουμε και λέμε, ο πελάτης μας βλέπει το φάντασμα μόνο όταν κάθεται στο γραφείο… Ενδιαφέρον. Για να δούμε…” Ο Αύγουστος πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο και σκεφτόταν φωναχτά το πρόβλημα που τον απασχολούσε.
“Μήπως τον έχουν καταραστεί;” πρότεινε η Κασσάνδρα. “Πρέπει να έχει πολλούς εχθρούς…”
“Σίγουρα, αλλά οι πιο πολλοί πρέπει να είναι ιθαγενείς στη Σουόρ. Λίγο δύσκολο να ήρθαν ως το Λάχαντρος για να τον καταραστούν. Και αν έρχονταν σε άλλη ήπειρο μόνο και μόνο για αυτό, τότε μάλλον θα χρησιμοποιούσαν μία πιο βαριά κατάρα. Κάτι άλλο πρέπει να είναι.”
Η Κασσάνδρα έπαιξε νευρικά με μία τούφα τα μαλλιά της. “Και φυσικά δεν πρόκειται για δαιμόνιο,” σχολίασε. “Σίγουρα τα χρόνια που πέρασες εκπαιδευόμενος ως κυνηγός δαιμονίων σε κάνουν να ξέρεις αν είναι δαιμόνιο.”
Ο Αύγουστος σταμάτησε να περπατάει και την κοίταξε αμήχανα. “Τα χρόνια στο μοναστήρι μου έμαθαν πολλά,” της είπε. “Ευτυχώς είχα πλήρη και συστηματική εκπαίδευση.”
“Αλλά μου έχεις πει τόσες φορές ότι έφυγες επειδή ήταν ελλιπής και άφηνε εκτός σημαντικά μαθήματα.”
“Ήμουν τυχερός που βρήκα κάποιον να με βοηθήσει να τα μάθω,” της απάντησε ο Αύγουστος. “Τώρα άσε με να συγκεντρωθώ.”
“Ναι… δάσκαλε.”
Ο Αύγουστος κοίταξε την Κασσάνδρα έντονα, αλλά δεν απάντησε. Και ύστερα έστρεψε το βλέμμα του πίσω στο γραφείο και το πλησίασε. Εξέτασε προσεκτικά την επιφάνειά του και μετά έκατσε σε αυτό.
“Σίγουρα υπάρχει κάποιο ξόρκι εδώ,” είπε. “Μένει μόνο να το ανακαλύψω.”
Η Κασσάνδρα δεν απάντησε. Έμεινε να τον κοιτάζει από τη γωνία της, καθώς εξέταζε ένα-ένα τα συρτάρια, διάβαζε τα χαρτιά που βρίσκονταν αραδιασμένα στο γραφείο και εξέταζε μία-μία τις πένες και τα μελανοδοχεία του διάσημου εξερευνητή. Παρατηρούσε την έκφρασή του να αντανακλάται στο παράθυρο που βρισκόταν μπροστά στο γραφείο και πρόσεχε πόσο σκοτείνιαζε με κάθε αποτυχημένη απόπειρα να ανακαλύψει την πηγή της μαγείας που βασάνιζε τον εργοδότη τους.
“Κάπου εδώ θα βρίσκεται…” είπε ο νεαρός άντρας όταν πια είχε ερευνήσει όλο το γραφείο, “απλά δεν την βρίσκω.”
“Και τι θα κάνουμε για αυτό;” τον ρώτησε η Κασσάνδρα.
“Πολύ φοβάμαι ότι πρέπει να δοκιμάσω κάτι πιο ριψοκίνδυνο. Μάλλον είναι κάποιο ξόρκι που επηρεάζει το μυαλό. Θα δοκιμάσω να χαμηλώσω τις άμυνές μου ώστε να με επηρεάσει και να ανακαλύψω έτσι από πού έρχεται.”
“Εσύ δε μου έχεις πει να μην παίρνω ανόητα ρίσκα;” του είπε η γυναίκα.
“Ηρέμησε, ξέρω τι κάνω,” της απάντησε εκείνος. “Μη με σταματήσεις εκτός κι αν κινδυνεύεις άμεσα.”
“Εντάξει,” είπε η Κασσάνδρα ψυχρά και χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στη γωνιά της.

Ο Αύγουστος είχε μάθει από μικρός να μπαίνει βαθιά στο μυαλό του. Πήρε τρεις βαθιές ανάσες και αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να βρεθεί στο μικρό δωμάτιο που απεικόνιζε το μυαλό του. Δίχως να χάσει δευτερόλεπτο ξαμπάρωσε και άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα του και βγήκε στο μακρύ διάδρομο στον οποίο εκείνη οδηγούσε. Αγνόησε τα αγάλματα κατά μήκος του διαδρόμου, αγάλματα τα οποία αντιπροσώπευαν τα ξόρκια που γνώριζε, και έφτασε στην δρύινη πύλη που οδηγούσε έξω από το κάστρο των γνώσεών του. Δίχως κανένα δισταγμό τράβηξε το μεγάλο χάλκινο σύρτη της και άνοιξε και αυτή την πόρτα για να βγει στο προαύλιο του μυαλού του.
Εκεί βρήκε παρατεταγμένους τους μηχανικούς φρουρούς που είχε στήσει στα τείχη τα οποία προστάτευαν τη νόησή του. Με μια κοφτή διαταγή τους απενεργοποίησε και έπειτα σήκωσε την κεντρική πύλη, αφήνοντας το μυαλό του παντελώς αφύλακτο.
Ύστερα άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε ξανά το γραφείο. Για μια στιγμή δεν είδε τίποτα το περίεργο. Και ύστερα πρόσεξε την αντανάκλαση του πορφυρού άντρα που στεκόταν πάνω από το κεφάλι του.

Μη γυρίσεις, τον προειδοποίησε ο άντρας και ο Αύγουστος πρόσεξε με τρόμο ότι είχε τη μορφή του ίδιου, μόνο που τα ρούχα του είχαν χρώμα πορφυρό και όχι γκρίζο.
“Ποιος είσαι;” ψιθύρισε τρομαγμένος.
Εσύ, απάντησε ο άντρας με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Δε σε γνωρίζεις;
“Αδύνατο,” είπε ο Αύγουστος, αλλά κάθε ίχνος σθένους είχε σβήσει από τη φωνή του.
Ας πούμε ότι δεν είμαι ακριβώς εσύ, του είπε ο άντρας. Μάλλον είμαι αυτός που κρύβεις πολύ βαθιά μέσα στο κάστρο σου.
“Τι εννοείς;” ρώτησε ο μάγος.
Δεν είσαι ανόητος. Ξέρεις πολύ καλά ποιος είμαι.

Η Κασσάνδρα παρατηρούσε τον Αύγουστο να ψιθυρίζει κάτι στον εαυτό του. Το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα τρόμου. Απορημένη πλησίασε λίγο πιο κοντά, για να δει καλύτερα τι συνέβαινε, όταν ο σύντροφός της έβγαλε μία κραυγή.

“Είσαι μια παραίσθηση!” φώναξε ο μάγος. “Μόνο μια παραίσθηση!”
Τότε πάρε το βλέμμα σου από πάνω μου και δες αν η φωνή μου θα σβήσει. Ο Αύγουστος σκέφτηκε για μία στιγμή να κάνει αυτό που του είπε η αντανάκλασή του, αλλά αμέσως σταμάτησε. Αν ήθελε να βρει την πηγή της μαγείας έπρεπε να συνεχίσει μέχρι τέλους.
“Δεν είσαι αληθινός,” σύρισε.
Ούτε κι εσύ είσαι, του απάντησε ο όρθιος άντρας. Όλη σου η ζωή είναι μια σειρά από φτηνές δικαιολογίες, Αύγουστε Μπρόντλεϋ.
“Είμαι εδώ για να σε σταματήσω,” είπε ο μάγος. “Αυτό είναι το κάλεσμά μου.”
Τότε γιατί πληρώνεσαι σαν κοινός μισθοφόρος; Δε νομίζω ότι σας δίδαξαν κάτι τέτοιο στο Τάγμα.
“Πρέπει κάπως να ζήσω!”
Νόμιζα ότι έφυγες από το Τάγμα γιατί πίστευες ότι δε θα ζούσες, λόγω των απαρχαιωμένων μεθόδων των Ιεροεξεταστών. Και όμως, για να ζήσεις πλέον βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου για λίγα χρήματα. Αυτό κι αν είναι απαρχαιωμένη μέθοδος των Μάγων της νέας σου πόλης.
“Τουλάχιστον προσπαθώ να κάνω το σωστό. Να προστατέψω όσους μπορώ.”
Όπως τη μαθητευόμενή σου; Για αυτό καθυστερείς τόσο πολύ με εκπαίδευση σε διαλογισμούς. Θα ήθελε να μάθαινε κάποια από τα ξόρκια που ξέρεις, όχι πώς να οπτικοποιεί το μυαλό της…
“Πρέπει να είναι έτοιμη. Κι εγώ έκανα πολλά χρόνια διαλογισμού πριν προχωρήσω στην καθαρή μαγεία.”
Όχι. Βέβαια εσύ το έκανες γιατί γεννήθηκες πολύ πιο αδύναμος μαγικά από εκείνη. Διάλεξε ποια είναι η σωστή απάντηση στην ερώτησή μου: φοβάσαι ότι δεν είναι αρκετά ικανή και την κρατάς μόνο για να κοιμάται μαζί σου, ή φοβάσαι μήπως ότι όταν μάθει τα μυστικά σου θα σε εγκαταλείψει;
“ΣΤΑΜΑΤΑ!”

Η Κασσάνδρα είδε τον Αύγουστο να τινάζεται όρθιος και να ουρλιάζει προς τα ράφια πίσω του. Ύστερα ο νεαρός άντρας έπεσε στα γόνατα και, λαχανιασμένος, έμεινε να κοιτάζει το πάτωμα. Τον πλησίασε ήρεμα και άπλωσε τα χέρια της προς το πρόσωπό του, αλλά εκείνος τα έσπρωξε στο πλάι με μια βίαιη κίνηση.
“Σταμάτα,” μούγκρισε ξανά εκείνος, με το βλέμμα του ακόμα χαμηλωμένο.
“Τι έγινε;” τον ρώτησε η Κασσάνδρα, καθώς έπεφτε στα γόνατα για να δει το πρόσωπό του.
“Βρες κάποιον άλλο να σε διδάξει!” είπε ο Αύγουστος.
“Τι έπαθες; Τι είδες;”
“Άσε με!” της είπε εκείνος και έκανε να ανασηκωθεί. Με μέλη βαριά από την κούραση που ένιωθε να τον καταβάλει, στάθηκε όρθιος μπροστά στο γραφείο και είδε άλλη μία μορφή, αυτή τη φορά μια Κασσάνδρα με πορφυρά ρούχα και μαλλιά.

Πόσο μου μένει ακόμα μέχρι να με προδώσεις, Αύγουστε;
“Πάψε,” ψιθύρισε εκείνος.
Η αλήθεια πονάει, έτσι δεν είναι;
“Δε θα… κάνω… κάτι τέτοιο…”
Δεν έχεις δώσει όρκο κιόλας. Όχι ότι θα σήμαινε και κάτι αυτό, Αύγουστε Μπρόντλεϋ. Πόσους όρκους έχεις σπάσει; Τον όρκο στο Τάγμα; Τον όρκο ότι δε θα γίνεις μισθοφόρος; Τον-
“Δεν… δεν είναι τ-το ίδιο…”
Πόσα άλλα άτομα άφησες πίσω σου; Πόσους πρόδωσες; Πόσες-
“Σταμάτα!”
Με μια βίαιη κίνηση η Κασσάνδρα τράβηξε τον Αύγουστο προς το μέρος της. “Σταμάτα! Έχεις παραισθήσεις!”
Ο Αύγουστος την έσπρωξε με μια απότομη κίνηση που την έστειλε να κυλιστεί στο πάτωμα. “Λες ψέματα!” ούρλιαξε και ύστερα κοίταξε με τρόμο τα χέρια του.
Ήταν χέρια ματωμένα. Κόκκινα σαν-
ξαφνικά κάτι έλαμψε στο μυαλό του. Το αίμα που έβαφε τα χέρια του είχε λάθος χρώμα: δεν ήταν το άλικο πηχτό υγρό που γέμιζε τις φλέβες του, αλλά πορφυρό. Ακριβώς στο χρώμα που είχαν τα ρούχα του φασματικού Αύγουστου και της Κασσάνδρας. Στο χρώμα του μεγάλου ρουμπινιού που στόλιζε το είδωλο ακριβώς απέναντί του.
Με μια κοφτή ανάσα έκλεισε την πόρτα του νοητικού τείχους του και το ξόρκι που τον επηρέαζε έσβησε απότομα. Δεν ήταν δυνατή μαγεία και δεν τον είχε καταβάλει αρκετά ώστε να μην έχει την αυτοκυριαρχία που χρειαζόταν για να ξεφύγει από αυτό.
“Ώστε εσύ ήσουν πίσω από όλα αυτά,” μουρμούρισε και έκανε να πλησιάσει το ράφι, όταν με την άκρη του ματιού του είδε την Κασσάνδρα να ανασαλεύει στο πάτωμα και με τρόμο αντιλήφθηκε τι είχε κάνει μόλις πριν από λίγο.
“Είσαι καλά;” αναφώνησε και με δύο γοργά βήματα έφτασε δίπλα της και άπλωσε τα χέρια του για να τη βοηθήσει να ανασηκωθεί. Εκείνη τον αγνόησε και ανασηκώθηκε μόνη της.
“Θα ήθελα πολύ να ήξερα τι σκεφτόσουν!”
Ο Αύγουστος πάγωσε. “Βρήκα την πηγή,” είπε.
“Ευτυχώς. Αλλιώς πέρα από ανόητος, θα ήσουν και άχρηστος!”
“Συγνώμη για- για όλα,” ψέλλισε.
“Από πού προέρχεται το ξόρκι;”
“Βλέπεις εκείνο το γλυπτό με τους δύο πιθήκους που αγκαλιάζουν ένα ρουμπίνι;”
“Ναι,” είπε η κοπέλα, “από τη Σουόρ δεν είναι;”
“Ναι,” αποκρίθηκε ο Αύγουστος, με φωνή πιο σίγουρη τώρα που μιλούσε για κάτι που γνώριζε. “Δε σε κάνει να νιώθεις λίγο άβολα τώρα που το κοιτάς;”
Η Κασσάνδρα εξέτασε προσεκτικά το αγαλματίδιο και έγνεψε ‘ναι’.
“Όσο το κοιτάς παίζει με το μυαλό σου.”
“Μα-” έκανε να διαμαρτυρηθεί η Κασσάνδρα, αλλά μετά θυμήθηκε την ανάκλαση στο παράθυρο. “Δηλαδή τόσον καιρό ο Μάνριχ έβλεπε αυτό που το αγαλματίδιο έβαζε στο μυαλό του;”
“Ναι,” της είπε ο Αύγουστος. “Είναι μάλλον τελετουργικό αγαλματίδιο, το λεγόμενο και Πορφυρό Μάτι. Σε κάποιες από τις φυλές των αγρίων χρησιμοποιείται ως τελετή ενηλικίωσης: γίνεται μια θυσία και έπειτα αυτός που δοκιμάζεται κοιτάζει το μάτι και βλέπει τις ενοχές του.”
“Ναι, αλλά αυτό κρατάει έναν μήνα τώρα,” είπε η Κασσάνδρα.
“Έχουμε το αίμα ενός ανθρώπου, του διαρρήκτη. Λίγο από αυτό πρέπει να έπεσε πάνω στο ρουμπίνι και να το ενεργοποίησε. Και το αίμα ανθρώπου είναι πολύ πιο ισχυρό από αίμα ζώου.”
“Δηλαδή αυτή είναι η λύση στο πρόβλημα του εργοδότη μας;”
“Όπως φαίνεται…”

Το ζευγάρι έφυγε από την οικία Μάνριχ μία ώρα αργότερα και με ένα αξιοσέβαστο ποσό στις τσέπες τους. Ο Λουδοβίκος Μάνριχ, χαρούμενος που απαλλάχθηκε επιτέλους από το φάντασμα που τον στοίχειωνε τους είχε δώσει πολύ παραπάνω από τη συμφωνημένη αμοιβή.
“Τέλος καλό, όλα καλά,” είπε ο Αύγουστος όσο περπατούσαν παράλληλα στο Κανάλι των Εμπόρων. Η γέφυρα που θα τους οδηγούσε στο σπίτι τους δεν ήταν πολύ μακριά και ο ήλιος έλαμπε ακόμα θαμπά στον ουρανό.
“Τι είδες;” τον ρώτησε η Κασσάνδρα.
“Τι είδα;”
“Στα οράματά σου. Τι είδες;”
Ο Αύγουστος σταμάτησε απότομα, κατέβασε το κεφάλι και έμεινε για λίγο σιωπηλός. “Τίποτα,” είπε τελικά και ξανάρχισε να περπατάει.

Ίσως σας ενδιαφέρουν και:

Σχολιάστε ελεύθερα