
Θα μας χωρίσει ο Νοέμβρης

Η βροχή χτυπάει στο τζάμι, αφήνοντας ρυάκια που μεταμορφώνουν το λιγοστό φως σε ένα πολύπλοκο μωσαϊκό. Μου αρέσει αυτή η παρομοίωση. Την πληκτρολογώ στα γρήγορα στο αρχείο με τις “όμορφες φράσεις” για τα κείμενά μου. Την καταχωνιάζω ανάμεσα στο “Συγγραφείς είναι αυτοί που γράφουν για όσα ποτέ δεν ζουν” και στο “Τι νόημα έχεις να δίνεις μια ελπίδα, όταν μετά την παίρνεις πίσω.” Ακόμα μία μέρα για να φύγει ο καταραμένος ο μήνας…
“Θα ήθελες κάτι άλλο;” με ρωτάει η Νατάσα. Το ξέρει το τελετουργικό, ότι όπου να ‘ναι θα την καλέσω, έτσι προτίμησε να έρθει από μόνη της. “Έναν καφέ ακόμα,” της λέω, χωρίς να σηκώσω το βλέμμα μου από την οθόνη. Μόνο όταν γυρνάει για να επιστρέψει στον πάγκο της ρίχνω μια γρήγορη ματιά, βλέπω τη μαύρη κοτσίδα της πηγαινοέρχεται με το λυγερό της βάδισμα. Η τελευταία φράση γράφτηκε για αυτή, και για το γιατί δε θα έπρεπε να απορώ: είμαστε στο Νοέμβρη.
Πάντοτε ο Νοέμβρης ήταν ένας κακός μήνας για τα ερωτικά μου. Στον δέκατο έβδομο Νοέμβρη της ζωής μου με απέρριψε ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας – με ώθησε σε έναν κύκλο κατάθλιψης, ενδοσκόπησης και στις αρχές μιας συγγραφικής καριέρας.
Πρόπερσυ το Νοέμβρη γνώρισα μια γοητευτική κοπέλα που, ευγενικά, μου εξήγησε ότι θα ήθελε να μέναμε φίλοι. Νομίζω την έλεγαν ή Μαρία ή Μάρθα, δεν την είχα δει από τότε. Μια συζήτησή μας όμως μου έδωσε το έναυσμα που χρειαζόμουν για να συνδέσω τις ιδέες μου και να αρχίσω την τελική έκδοση αυτού που θα γινόταν το πρώτο μου μυθιστόρημα, το “Βαδίζοντας στην ομίχλη”.
Τον επόμενο κιόλας μήνα γνώρισα την Αριάδνη, που θα γινόταν η πρώτη μου ουσιαστική σχέση. Η ζωή από τότε και μετά περιστρεφόταν γύρω από αυτή και το βιβλίο μου, που γεννιόταν κομμάτι-κομμάτι στον φορητό υπολογιστή μου.
Ο περσινός Νοέμβρης μου έφερε δύο πράγματα: ένα συμβόλαιο για το βιβλίο μου που με έστειλε στα ουράνια και έναν χωρισμό που με έστειλε στα τάρταρα. Πέρασα τρεις μήνες διορθόνωντας το βιβλίο και μαζεύοντας τα κομμάτια μου. Αφού είχα κάπως συνέλθει, αποφάσισα να προχωρήσω στο δεύτερο έργο μου, το αυτοβιογραφικό “Οι παλιές αγάπες πηγαίνουν στην Κόλαση” (κάποιος κάποτε είπε ότι πάνε στον Παράδεισο, μάλλον δεν ήξερε).
Ο καφές μου έρχεται παρέα με ένα χαμόγελο.
“Κερασμένος,” μου λέει η Νατάσα και γνέφει προς την αφεντικίνα της, τη Μπέλλα. Δε με εκπλήσσει, περνάω περισσότερο καιρό εδώ από ότι στο σπίτι μου. Μάλλον θα φταίει ότι το βιβλίο μου άρεσε περισσότερο από όσο φανταζόμουν και ότι η προκαταβολή που έλαβα ήταν τόσο καλή που μπορώ να αναλάβω λιγότερες δουλειές και να αφοσιωθώ στο επόμενο.
“Ευχαριστώ,” της λέω και συνεχίζω να ξεμπλέκω το κουβάρι των εναλλασσόμενων οπτικών γωνιών του κεφαλαίου. Ο Νίκος και η Μαρίνα με έχουν κουράσει με το πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονται την ίδια σκηνή.
“Πώς πάει το βιβλίο;” με ρωτάει η Νατάσα.
“Μια χαρά,” της λέω και σηκώνω το βλέμμα μου για να συναντήσει τα καταπράσινα μάτια της. Τα κοιτάω και θυμάμαι πως την πάτησα σαν ηλίθιος. Δουλεύει εδώ για δύο μήνες, απογευματινή βάρδια τις καθημερινές. Όταν πρωτοήρθε έμοιαζε με χαμένη, τόσο έξω από το ζεστό και φιλικό κλίμα οικειότητας του μαγαζιού που τραβούσε την προσοχή, αφού το καφέ της Μπέλλας είναι πασίγνωστο για αυτά τα χαρακτηριστικά. Και μετά άρχισα να προσέχω τα πράσινα μάτια της, τα μακριά μαύρα μαλλιά, τις διακριτικές της καμπύλες, το άρωμα που φορούσε. Συχνά θα ανασήκωνα το κεφάλι μου από το γραπτό και θα την κοίταζα καθώς καθόταν στον πάγκο ή σέρβιρε κάποιον από τους πελάτες. Και σταδιακά άρχισα να κάνω σενάρια στο μυαλό μου, πώς κάποια μέρα θα της ζητούσα να βγαίναμε μετά τη δουλειά της (αφού συνήθως φεύγαμε την ίδια ώρα, όταν το μαγαζί έκλεινε) και ότι ίσως θα άφηνα επιτέλους πίσω μου το φάντασμα της Αριάδνης που ακόμα έσερνα από πέρσι.
Και ύστερα ήρθε ο φετινός Νοέμβρης και, μαζί του, κάποιος πιο όμορφος που ερχόταν την έπαιρνε κάθε μέρα στο σχόλασμα. Και μαζί του η διαπίστωση ότι κάθε Νοέμβρης έσερνε μαζί του και από μία ερωτική απογοήτευση: όσο το σκεφτόμουν, όλο και περισσότερες αναμνήσεις μου έλεγαν ότι δεν είναι σύμπτωση, απλά δεν το είχα προσέξει: για παράδειγμα εκείνη η συμφοιτήτριά μου με την οποία ενίοτε βγαίναμε: χαθήκαμε ένα Νοέμβρη.
“Έχω αρχίσει να διαβάζω το προηγούμενο βιβλίο σου,” μου είπε η Νατάσα, βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου, “είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον!”
“Ευχαριστώ,” της είπα. Εδώ για κάποιον λόγο το λάτρεψαν ακόμα και οι κριτικοί, γιατί να μην αρέσει σε μια σερβιτόρα που, όπως είχε πει κάποτε “τα ψιλοβαριέται τα βιβλία”;
“Πέρα από το ποιος είναι ο δολοφόνος,” συνέχισε, “περισσότερο με νοιάζει τι θα γίνει με τον Ανδρέα και τη Δήμητρα. Είναι τόσο ταιριαστό ζευγάρι!”
Θα ήθελα να της πω την αλήθεια, ότι ένα υπέροχο πρωινό του Νοέμβρη εκείνη θα του πει ότι τον βαρέθηκε και αυτόν και τις ανόητες εμμονές του και θα τον παρατήσει για τον αδιάφορο μαλάκα συνάδελφό της, ο οποίος τουλάχιστον ‘θα νοιάζεται περισσότερο για αυτή και λιγότερο για το γαμημένο το βιβλίο του.’ Η τέχνη είναι βγαλμένη από τη ζωή…
Αλλά προτίμησα να κάνω ότι και ο σωστός συγγραφέας, να χρυσώσω το χάπι για τον αναγνώστη: “Θα το δεις στο τέλος του βιβλίου,” της είπα.
“Εντάξει, αν και δεν πολυπρολαβαίνω να διαβάζω,” είπε με ένα χάχανο και πήγε πάλι προς τον πάγκο. Καμία σχέση με την Αριάδνη, τη δυναμική και περήφανη Αριάδνη που θα προτιμούσε το εκτελεστικό απόσπασμα από το να χαχανίσει έτσι. Τελικά η καρδιά έχει μια δική της, ακατανόητη βούληση, σκέφτηκα και αμέσως σημείωσα τη φράση στο κατάστιχο. Η αλήθεια ήταν ότι ήταν λίγο μελό, αλλά τοποθετημένη κατάλληλα μέσα στο κείμενο θα δούλευε τέλεια. Το καλό με τη συγγραφή είναι ότι οι δυσκολίες της ζωής είναι τροφή για τα γραπτά σου.
Ξανακοίταξα άλλη μία φορά τις τελευταίες παραγράφους. Κάπως είχα καταφέρει να συμμαζέψω το χάος της χθεσινής πρώτης γραφής, οπότε μπόρεσα να ανασηκώσω το κεφάλι μου, να τεντωθώ στην καρέκλα μου και να πιω λίγο από τον καφέ μου. Ήταν ακριβώς όπως μου αρέσει, ζεστός, αρωματικός και με γεμάτη γεύση. Είναι ένας από τους λόγους που προτιμάω το καφέ της Μπέλλας, ο φροντισμένος καφές.
Η Μπέλλα φροντίζει καθημερινά για το χαρμάνι καφέ. Αν πιστέψω τα όσα μου είχε πει κάποτε, ανακατεύει τρεις διαφορετικές ποικιλίες καφέ σε μετρημένες δόσεις πριν τον αλέσει, έτσι ώστε να πετύχει μια μοναδική ισορροπία γεύσεων. Θα την πίστευα άνετα, αλλά τη βλέπω να κάθεται στη γωνία της πίσω από τον πάγκο, σαν την καλή γριά μάγισσα του παραμυθιού επιβλέποντας τους πελάτες της και χαμογελώντας τους αινιγματικά. Είναι μια ιδέα που ίσως γίνει το τρίτο μου μυθιστόρημα.
Το πραγματικό της όνομα δεν είναι Μπέλλα, αμφιβάλλω όμως αν το ξέρει κανείς. Μπέλλα την φώναζε ο μακαρίτης ο άντρας της, για να την πειράξει. “Τι κάθεσαι ρε τεμπέλλα;” της έλεγε χαϊδευτικά, και από το “τεμπέλλα μου” (με το βαθύ λάμδα) έμεινε για συντομία το “Μπέλλα”. Τους θυμάμαι από τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν ερχόμουν εδώ για να κάνω τις εργασίες μου. Εδώ είχα αρχίσει να γράφω τα πρώτα αποσπάσματα του “Βαδίζοντας στην ομίχλη”. Ο κυρ Τάσος (έτσι τον φωνάζαμε) πέθανε πριν τρία χρόνια και από τότε το αινιγματικό χαμόγελο της Μπέλλας έγινε έναν τόνο πιο θλιμμένο.
Το ταξίδι στις αναμνήσεις είναι πάντα απρόβλεπτο, σαν ταχυδακτυλουργός. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου βγάλει από το καπέλο του (τη σημείωσα βιαστικά και αυτήν την ατάκα, κάπου θα κολλήσει). Στο ενδιάμεσο όμως καλό θα ήταν να ελέγξω και τα μέηλ μου.
Πολλοί συνάδελφοι θα παραπονιούνταν το ότι το καφέ δεν έχει ασύρματο ίντερνετ. Εμένα δε με πειράζει: για αυτή τη δουλειά έχω το στικάκι και με βολεύει μια χαρά.
Σήμερα έχω μόνο ένα νέο μήνυμα. Είναι από τη Δανάη, την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του εκδοτικού οίκου μου. (Κάποτε με είχαν ρωτήσει γιατί στα γραπτά μου όλες οι γυναίκες έχουν τόσο κοινότυπα ονόματα. Η απάντηση είναι ότι περιβάλλομαι από γυναίκες με αρχαιοπρεπή ονόματα στην καθημερινή μου ζωή.) Το μήνυμα είναι επιγραμματικό. Μου λέει για κάποιο ραντεβού με παραγωγούς που θέλουν να κάνουν το βιβλίο μου σήριαλ. Αν όλα πάνε καλά ίσως κερδίσω άλλον ένα χρόνο χωρίς την ανάγκη να κυνηγάω δουλειές με το τουφέκι. Επίσης με κατσαδιάζει επειδή δεν την ακούω και αγνοώ το λογαριασμό μου στο φέησμπουκ.
Ναι, ο Νοέμβρης κοντεύει να φύγει, και όμως ακόμα καταφέρνει να μου ρίχνει χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Κάποτε είχα φτιάξει έναν λογαριασμό και τον εγκατέλειψα. Μέχρι που, μια ωραία μέρα, η Δανάη αποφάσισε να τον ξαναχρησιμοποιήσω για να προωθήσω το βιβλίο μου. Έτσι λοιπόν ξανάνοιξα τον λογαριασμό και πρώτη φάτσα είδα την Αριάδνη. Την Αριάδνη με το μικρό σφιγμένο πηγούνι, την σηκωμένη αρχαιοελληνική μύτη, τα έντονα ζυγωματικά και το διστακτικό χαμόγελο που τόσο λάτρευα. Στεκόταν προφίλ στην κάμερα με τα μαλλιά της δεμένα σε μια πολύπλοκη κοτσίδα. Ήταν επτά μήνες που είχαμε χωρίσει και, πάνω που νόμιζα ότι την είχα ξεπεράσει, κάτι ράγισε. Αρκέστηκα να γράψω κάποια τυπικά σχόλια, να εγκρίνω όσους μου είχαν κάνει φρέντ ρικουέστ και έκλεισα το παράθυρο.
Ξαναδοκίμασα την τύχη μου στο φατσοβιβλίο έναν μήνα μετά. Και αυτή τη φορά πρώτη μούρη ήταν η Αριάδνη, αυτή το φορά χαμογελαστή, αγκαλιά με τον καλό της, τον Πάνο, σε μια φωτογραφία από τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Ο κόμπος που ένιωσα στο στομάχι μου αυτή τη φορά δεν ήταν ούτε από πόθο ούτε από ζήλια. Απλά, ήταν η θλιβερή διαπίστωση ότι, αν ήταν ακόμα μαζί μου μάλλον θα είχε πάει διακοπές μόνη της, όσο εγώ θα έτρεχα για το μόλις εκδοθέν βιβλίο μου. Ίσως τελικά, σκέφτηκα, να έκανε καλά που με εγκατέλειψε. Από τότε δεν έχω ξανανοίξει τη σελίδα μου, παρά το πρήξιμο της Δανάης.
Κλείνω το ίντερνετ και ετοιμάζομαι να προσθέσω μερικές ακόμα παραγράφους στο χειρόγραφο πριν κλείσει το μαγαζί. Είμαι πλέον στην αρχή της τρίτης πράξης: Η Μαρίνα έχει εγκαταλείψει το Νίκο, μην αντέχοντας πια την προσήλωσή του στην έκθεση ζωγραφικής που ετοίμαζε (το θεωρούσε αδιαφορία). Αυτός έχει μείνει να τελειοποιεί το αριστούργημά του, τον πίνακα που ζωγράφιζε εκείνη. Είναι απαθής, σα να μην έχει συμβεί τίποτα σαν οι μέρες μακριά της να είναι μια ψευδαίσθηση. Και, στην κορύφωση της δεύτερης πράξης, όταν πια ολοκληρώνει τον πίνακα, υψώνει το βλέμμα, βλέπει την ομορφιά των όσων έφτιαξε και τι έχει χάσει και, από τον πόνο του, καταστρέφει τον πίνακα και βυθίζεται σε μια κατατονική κατάσταση.
Και μετά τίποτα.
Όταν πρωτογνώρισα τη Νατάσα νόμιζα ότι είχα το τέλος, την καλόκαρδη σερβιτόρα που τον βγάζει από τη θλίψη του. Ο Νοέμβρης όμως μου το κατέστρεψε. Γιατί
Στο καφέ της Μπέλλας μπορείς να συναντήσεις πολλά και ενδιαφέροντα άτομα. Ίσως να είμαι εγώ, που από μικρός το είχα το ταλέντο αυτό, αλλά νομίζω ότι από τότε που άρχισα να συχνάζω εδώ οι συναντήσεις αυτές έγιναν πιο συχνές. Η βροχή έξω λυσσομανά και ένα απαλό μούδιασμα με κάνει να ξεχάσω το τέλος που λείπει. Ανασηκώνω το κεφάλι: το κουδούνι της πόρτας χτυπάει απαλά. Ένας γέρος μπαίνει καταμουσκεμένος στο καφέ. Φοράει ένα φθαρμένο αδιάβροχο, ρυάκια νερού στάζουν από το αδιάβροχό του στα ακατάστατα γένια του, στο πάτωμα. Μυρίζει φθορά, σάπια φύλλα. Γυρνάει και με κοιτάζει στα μάτια. Έρχεται προς το μέρος μου.
Η Νατάσα κάνει να τον σταματήσει, αλλά η Μπέλλα της κάνει νόημα να τον αφήσει. Αυτός προχωράει προς το μέρος μου, έρχεται στο τραπέζι μου, κάθεται απέναντί μου. Το νερό στάζει και σχηματίζει μια λίμνη γύρω από την καρέκλα του.
“Τι σου έχω κάνει;” με ρωτάει.
“Το ρωτάς,” του απαντάω. “Έχεις πάρει μακριά μου την ευτυχία.”
“Σου έχω φέρει όμως πολλά,” μου λέει ο Νοέμβρης. Από το αδιάβροχό του βγάζει ένα ταλαιπωρημένο αντίτυπο του βιβλίου μου. Είναι ποτισμένο με νερό, μυρίζει μούχλα.
“Δε αρκεί αυτό για την Αριάδνη,” διαμαρτύρομαι.
“Δε θέλω να φύγω και να σε αφήσω παραπονεμένο,” μου λέει, “είσαι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, βλέπεις όσα άλλοι αγνοούν.”
“Τότε πες μου γιατί πρέπει να με βασανίζεις έτσι!”
Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίζεται κάτω από τα δασιά του γένια, κυλάει κατά μήκος του ρυτιδιασμένου του προσώπου. “Δε σε βασανίζω,” λέει, “αυτή είναι η θέση μου στον κύκλο: φροντίζω να πεθαίνει ότι δεν αντέχει, για να ξαναγεννηθεί την Άνοιξη.”
“Σπουδαία δουλειά έκανες μαζί μου,” λέω.
“Κι όμως κάτι γεννήθηκε από την απώλειά σου,” απαντάει, δείχνοντας τον φορητό μου. Ένα βιβλίο; Δεν είναι αρκετό αντίτιμο για μια άδεια ζωή. “Λείπει μόνο ο κατάλληλος επίλογος. Θα έρθει και αυτός.”
Σηκώνεται και μου λέει: “Τα λέμε του χρόνου.” Και ύστερα βγαίνει έξω και χάνεται στη βροχερή νύχτα.
Την επόμενη μέρα άργησα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Χουζούρευα μέχρι τις δύο το μεσημέρι, χαρούμενος που ήρθε ο Δεκέμβρης. Έφτασα στο καφέ της Μπέλλας στις τρεις και η βάρδια της Νατάσας είχε αρχίσει. Την είδα μέσα από την ομιχλιασμένη τζαμαρία να σερβίρει ένα τραπέζι. Η βροχή και σήμερα έπεφτε τουλούμι και, κάτω από το αδιάβροχό μου, αγκάλιαζα τη θήκη του φορητού μου. Ο κατάλληλος επίλογος είχε χαθεί φαίνεται στο δρόμο.
Μπήκα βιαστικά στο καφέ, βγάζοντας το αδιάβροχό Το κρέμασα στον καλόγηρο, δίπλα στη θήκη για τις ομπρέλες. Χαιρέτισα βιαστικά τη Νατάσα (παραγγέλνοντας ταυτόχρονα και τον πρώτο καφέ της ημέρας) και κατευθύνθηκα προς το αγαπημένο μου τραπέζι, αυτό που ήταν δίπλα στη τζαμαρία. Στο δεύτερο βήμα είδα ότι μια γυναίκα καθόταν εκεί και διάβαζε ένα βιβλίο. Φορούσε ένα ζευγάρι κοκάλινα γυαλιά ενώ τα μαύρα κατσαρά μαλλιά της ήταν λυτά και αγκάλιαζαν το λεπτό της πρόσωπο. Από μακριά έμοιαζε τόσο στην Αριάδνη. Ύστερα άφησε κάτω το βιβλίο της, σήκωσε το κεφάλι της και, έκπληξη!, ήταν η Αριάδνη.
Πάγωσα. Αν ο υπολογιστής δεν κρεμόταν από τον ώμο μου θα είχε πέσει στο πάτωμα. Τι έκανε η Αριάδνη εδώ;
Μου έγνεψε να κάτσω μαζί της. Έπινε έναν καφέ φίλτρου, όπως τότε που είχαμε πρωτοέλθει εδώ, μία ζάχαρη, χωρίς γάλα.
“Άργησες,” μου είπε. Το αμφίσημο χαμόγελό της χαράχτηκε στα χείλη της και η καρδιά μου πάγωσε. Μου φάνηκε πιο όμορφη από ποτέ.
“Είχαμε κάποιο ραντεβού;” τη ρώτησα, προσπαθώντας να ελέγξω το τρέμουλο στη φωνή μου.
“Η… κοπέλα,” μου είπε δείχνοντας τη Νατάσα, “μου είπε ότι συνήθως έρχεσαι πιο νωρίς.” Ιδέα μου ήταν, ή στο “κοπέλα” υπήρχε μια υποψία ζήλιας;
“Συνήθως,” της είπα. “Σήμερα είχα κάποιες δουλειές.”
Η θέα της και μόνο με αποσυντόνιζε, πόσο μάλλον η επαφή μαζί της, να την βλέπω απέναντί μου, να μυρίζω το άρωμά της (τριαντάφυλλο) να ακούω την κελαρυστή φωνή της.Όμως έβαλα τα δυνατά μου για να κρατηθώ στο ύψος των περιστάσεων.
“Πιο σημαντικές και από μια συνάντηση με εμένα;” με ρώτησε. Με διάβαζε καλύτερα κι από το βιβλίο που είχε μπροστά της (που όπως είδα ήταν δικό μου και είχε τίτλο “Οι παλιές αγάπες πάνε στην κόλαση”)
“Θέλω να δω το τέλος αυτού εδώ,” απαίτησε, καθώς μου το έδειχνε. Ξεφύλλισε στα γρήγορα το βιβλίο και πρόσεξα ότι οι πενήντα τελευταίες σελίδες ήταν κενές.
Κάτι μου έλεγε ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο, ότι κάποια στιγμή θα ξυπνούσα. Είχα μπόλικες παράξενες εμπειρίες στη ζωή μου, αλλά αυτό έσπαγε κάθε ρεκόρ. Όταν όμως το παράδοξο στέκεται μπροστά σου στη μορφή ενός βρεγμένου, κιτρινισμένου βιβλίου που φέρει μια ελαφρά μυρωδιά από σάπια φύλλα δεν κάνεις ανόητες ερωτήσεις.
“Σου άρεσε;” τη ρώτησα
“Πολύ. Μου θύμισε… πολλά.”
“Δεν το περίμενα.” Έλεγα την αλήθεια.
“Όταν μου το έφερε ο… φίλος σου,” είπε, κωδικοποιώντας ολόκληρες προτάσεις σε μικρές αλλά εύγλωττες παύσεις της, (πόσο μου άρεσε αυτό, οι μικρές διακοπές στην ομιλία της) “σκεφτόμουν πολλά…”
Η τελευταία της παύση πρόσταζε: “Μη με διακόψεις!” Την υπάκουσα.
“Όταν γνωριστήκαμε… στα είχα πει νομίζω, για την προηγούμενη σχέση μου, για το τι σήμαινε για εμένα.”
Ναι, μου το είχε. Για τον Αργύρη και τα δύο υπέροχα χρόνια που είχαν περάσει μαζί, πριν αυτός την παρατήσει ανήμερα των γενεθλίων της, στις επτά Νοέμβρη. Στα τρία πρώτα μας ραντεβού ήταν το μοναδικό θέμα συζήτησης.
“Ίσως πρέπει να νιώθω ένοχη, αλλά εσύ ήσουν αρχικά κάτι σαν παυσίπονο… με έκανες να νιώθω καλύτερα.”
Τουλάχιστον έχεις το θάρρος να μου λες ότι ήμουν ο μαλάκας της υπόθεσης, σκέφτηκα. Η ειλικρίνεια της Αριάδνης σκότωνε. Παρόλα αυτά η φλύαρη διστακτικότητά της με είχε μαγέψει: μου άξιζαν όλες οι πληγές που θα μάζευα σήμερα.
“Και ξαφνικά αυτό που θεωρούσα μια διέξοδο από μια σχέση ουσιαστική, κατέληξε κάτι που σήμαινε… πολλά για εμένα.”
“Τέτοια ανατροπή ούτε σε θρίλερ…”
Η Αριάδνη χαμογέλασε και, με το κεφάλι χαμηλωμένο, με κοίταξε μέσα στα μάτια. “Πότε πρόλαβες να γίνεις τόσο κυνικός;” με ρώτησε.
“Εσύ με έκανες,” της είπα.
“Έχω διαβάσει την ψυχή σου,” είπε, δείχνοντας το βιβλίο ανάμεσά μας. Ρουά Ματ.
“Μπορώ να τον παριστάνω τουλάχιστον,” απάντησα. “Είναι το ψήγμα περηφάνιας που δικαιούμαι.”
“Ποτέ δε μου άρεσει που τον παριστάνεις,” σχολίασε. “Ήταν το παιδί μέσα σου που με έκανε να νιώθω όμορφα. Οι τρέλες που έκανες, το κυνήγι του… άπιαστου ονείρου, οι ώρες που ξέκλεβες για να δουλεύεις το βιβλίο σου…”
Τώρα θα το πει, σκέφτηκα.
“Και οι περίεργες συναντήσεις που είχες.” Τελεία. Καμία παύση. Καμία φλύαρη σιωπή. Μόνο αμηχανία.
“Ναι.” είπα ξερά. Δεν της είχα εξηγήσει ποτέ ποιοι ήταν όλοι αυτοί που συναντούσαμε. Σε κανέναν δεν το έχω, ίσως μόνο η Μπέλλα να τους ξέρει, αλλά και πάλι, δε λέει τίποτα. Ίσως τους συναντούν και άλλοι, αλλά δεν έχουν λόγια για να τους περιγράψουν. Ίσως επειδή οι Ιδέες δεν χωράνε σε λέξεις. Ίσως επειδή οι Λέξεις είναι ιδέες.
Η σιωπή έπεσε μαχαίρι στο τραπέζι . Δημιουργούσε ένα χάσμα που όλο και μεγάλωνε.
Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το δικό της. Της χαμογέλασα ενθαρρυντικά και αποφάσισε να συνεχίσει.
“Και μετά όλα πήγαν κατά διαόλου,” είπε και έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. “Ξύπναγα τα βράδια και εσύ δεν ήσουν δίπλα μου. Ήσουν στο καθιστικό και έγραφες το βιβλίο σου… το πρωί με ξύπναγες και μου είχες το πρωινό έτοιμο…”
“Είμαι πρωινός τύπος.”
“Λες και δεν είχα καταλάβει ότι δεν κοιμάσαι σχεδόν ποτέ.”
Τρεις ώρες την ημέρα μου αρκούν, ήθελα να πω, αλλά σώπασα. Αν το έκανα θα έπρεπε να εξηγήσω για το μεταίχμιο στο οποίο ζω και για το πως οι Ιδέες δεν με κουράζουν. Αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια.
“Το ήξερα ότι απλά ξενυχτούσες με το βιβλίο σου και… ζήλευα.” Ξανακαθάρισε το λαιμό της, μόνο πως αυτή τη φορά ο βήχας της ήταν πιο πνιχτός και η έκφρασή της θλιμμένη. Το ταπεινότερο κομμάτι του εαυτού μου ένιωθε μια ζεστή ικανοποίηση. “Εννοώ… είχες κάτι άλλο εκτός από εμένα… είχες το βιβλίο σου… είχες… Αυτούς…”
“Και;” την ρώτησα. Τι σκατά συγγραφέας είμαι, η ‘Μαρίνα’ εγκατέλειψε το ‘Νίκο’ επειδή… τον αγαπούσε; Η ζωή μου περνούσε για τα καλά τα όρια του φανταστικού, χλευάζοντας τον ρεαλισμό των γραπτών μου.
“Απλά, δεν άντεχα στην ιδέα ότι μπορεί να με παρατούσες κάποτε κι εσύ. Δεν ήθελα να εξαρτιέμαι από κάποιον που είχε κάτι πιο σημαντικό στη ζωή του.”
“Και ο Πάνος;” πέρασα στην αντεπίθεση. “Τι ήταν ο Πάνος; Δε βγάζεις νόημα, Αριάδνη.”
“Ο Πάνος ήταν… βασικά ήταν το τίποτα που χρειαζόμουν. Ευχάριστος, κοινότυπός… ξυπνούσα το βράδυ και ήταν δίπλα μου. Μόνη του φιλοδοξία ήταν να πάρει αύξηση. Μπορούσα να φύγω κάθε στιγμή από τη σχέση που είχαμε.”
Κάπου εδώ η συζήτηση είχε περάσει στα όρια του ντανταϊσμού. Περίμενα να δω μαιμούδες με γραφομηχανές να μπαίνουν στο καφέ σε χορευτικό ταινίας του Δαλιανίδη. Όχι ότι δεν είχα δει και πιο περίεργα πράγματα στη ζωή μου, αλλά ο πραγματικός κόσμος θα έπρεπε τουλάχιστον να βγάζει νόημα.
“Και τελικά τι έκανες;” ρώτησα.
“Ξύπνησα ένα πρωί και ήμουν έναν χρόνο πιο κοντά στα τριάντα και σε μια σχέση άδεια. Χωρίς την τρέλα που είχαμε… και δεν ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να φύγω…”
Γέλασα. Τελικά είναι πιο εύκολο να καταλάβεις πυρηνική φυσική παρά τη γυναικεία ψυχολογία.
“Και μετά το χωρισμό μας, εκείνος σου έφερε το βιβλίο;” ρώτησα.
“Ναι. Και ξέρεις τι; Με είδα μέσα από τα μάτια σου… και μου άρεσε αυτό που είδα.”
“Δεν είσαι η Μαρίνα,” της είπα.
“Δεν είσαι ο Νίκος,” μου απάντησε, “δε θα κατέστρεφες ποτέ το χειρόγραφό σου για εμένα… ούτε για εσένα…” Με πρόλαβε.
“Και μετά τι;”
“Μετά περίμενα να περάσει ο μήνας για να έρθω να σε ρωτήσω για το τέλος…”
“Γιατί περίμενες;” Ήξερα την απάντηση, αλλά έπρεπε να ρωτήσω.
“Πες με προληπτική, αλλά τρεις Νοέμβρηδες τρεις χωρισμοί. Δε θα άντεχα και μια απόρριψη.”
Καμία παύση. Απάντηση λακωνική.
“Είναι σκατομήνας,” συμπλήρωσα, “ένας φίλος μου είχε πει ότι το Νοέμβρη ότι δεν αντέχει πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί.”
“Μάλλον…”
“Η συνέχεια είναι η εξής,” είπα, “ο Νίκος καταλήγει να μπεκροπίνει στο μπαρ του Άγγελου. Ψάχνει να βρει μια κανονική δουλειά. Μέχρι που ο Άγγελος θυμάται ότι ήταν ο ζωγράφος που είχε γνωρίσει στη Μαρίνα και του προτείνει να κάνει μια τοιχογραφία για το μαγαζί του. Και τη νύχτα των εγκαινίων η Μαρίνα είναι εκεί. Συναντιούνται με το Νίκο και αυτή τρέχει έξω στη βροχή. Αυτός την ακολουθεί και η βροχή ξεπλένει το παρελθόν τους και τους επιτρέπει να ξαναρχίσουν φρέσκοι, ξαναβαφτισμένοι.”
“Μου αρέσει,” είπε. Το βλέμμα της ήταν άδειο, ονειροπόλο. “Τι περιμένουμε;” ρώτησε και με τράβηξε από το χέρι.
“Τίποτα,” είπα και έτρεξα μαζί της έξω, στην βροχή. Η Νατάσα μας κοίταζε παραξενεμένη, η Μπέλλα απλά χαμογελούσε αινιγματικά.
Και εγώ με την Αριάδνη γελούσαμε και χορεύαμε αγκαλιά, ανάμεσα στις χοντρές σταγόνες.
“Και τώρα τι;” με ρώτησε, με τα βρεγμένα της μαλλιά κολλημένα στο πρόσωπό της.
“Και τώρα, υποθέτω, θα είμαστε μαζί.”
“Για πόσο;” με ρώτησε.
“Μέχρι να μας χωρίσει ο Νοέμβρης,” είπα.
“Μέχρι να μας χωρίσει ο Νοέμβρης,” επανέλαβε, “καλή ευχή”
Στο απέναντι πεζοδρόμιο είδα ένα θλιμμένο κορίτσι να μας γνέφει επιδοκιμαστικά. Φορούσε ένα στεγνό λευκό φόρεμα Και ύστερα χάθηκε μέσα στη βροχή.
Ένα κερί μπορεί να αντέξει τη βροχή του Δεκέμβρη.