
Ο θρύλος του Σιδηρόκαρδου

“Ο Σιδηρόκαρδος, όπως τον φώναζαν, δεν ήταν νάνος αλλά άνθρωπος. Όσο ζούσε, στους πρόποδες των Ακρόραχων Ορέων, ήταν φημισμένος σιδεράς. Είχε γεννηθεί, λένε, με το σημάδι του θεού Ανάμοχθου χαραγμένο πάνω του και πώς το πρώτο πράγμα που έπιασε στα χέρια του ήταν ένα σφυρί. Γεννήθηκε βέβαια σκλάβος και μεγάλωσε και ο ίδιος σκλάβος, αλλά όταν πια μεγάλωσε, η τέχνη του να χειρίζεται το σίδερο, να το πλάθει σα να ήταν πηλός, έγινε τόσο φημισμένη που ο αφέντης του, ένας σκληρόκαρδος ευγενής, τον διέταξε να φτιάξει μια αρματωσιά για τον Αυτοκράτορα σας.
“Όταν ο Αυτοκράτορας, αυτός που τον αποκαλείτε Ανάρρητο, τον επονομαζόμενο και Δίκαιο, είδε πόσο άψογα ήταν σφυρηλατημένος ο θώρακας αυτός, αμέσως ρώτησε πώς ένα τέτοιο αριστούργημα κατέληξε στα χέρια ενός απλού ευγενή – πίστευε την αρματωσιά καμωμένη από τους νάνους αρχιτεχνίτες και αναρωτιόταν πώς ένας υπήκοοός του κατάφερε να φτάσει στα υπόγεια βασίλειά τους για να τους βρει. Όταν λοιπόν άκουσε ότι το είχε φτιάξει ένας απλός άνθρωπος, θέλησε αμέσως να τον γνωρίσει.”
“Κάτσε, κάτσε,” τον διέκοψε μεγαλόφωνα ο Εχεχθόνιος, “όπως τα υπολογίζω ο Ανάρρητος ο Δεύτερος βασίλεψε πριν τετρακόσια χρόνια. Αυτό που περιγράφεις είναι σαν έπος, αλλά ήμουν μαθητευόμενος ραψωδός για δέκα χρόνια και δεν το είχα ακούσει ποτέ.”
“Φυσικά και δεν το είχες ακούσει,” του έκανε ο Ιαφράν, “το έπος αυτό δεν το άκουσαν ποτέ αφτιά ζωντανών, μονάχα το αφηγήθηκε στην Οσία Κυρά μου ο ίδιος ο Σιδηρόκαρδος, πριν εκείνη του χαρίσει το δώρο της που αυτός τόσο επιθυμούσε.
“Συνεχίζοντας, ο αυτοκράτορας σας λοιπόν χάρισε στον άντρα που γνωρίζουμε ως Σιδηρόκαρδο την ελευθερία του, επειδή πίστευε ότι ένα τέτοιο θεόσταλτο ταλέντο έπρεπε να είναι αδέσμευτο να δημιουργήσει. Και πράγματι, όταν ο Σιδηρόκαρδος έγινε ελεύθερος, έφτιαξε πολλά και θαυμαστά όπλα για τους ήρωες της Αυτοκρατορίας σας.”
“Αυτό είναι αλήθεια,” επιβεβαίωσε και ο Ξένος. “Οι Ιερομάχοι λένε για τον θαυμαστό εκείνο σιδηρουργό που ήρθε και σφυρηλάτησε την Όψη της Αυγής, την ασπίδα που έχει στην πρόσοψή της τη μορφή του Επιδεσθού. Την ασπίδα φέρει ο Πρωτοσπαθάριος του Τάγματος. Και αυτό δεν ήταν το μόνο τεχνούργημα που έφτιαξε για το Τάγμα μας.”
“Είδες, δύσπιστε άνθρωπε,” έκανε στον Εχεχθόνιο ο Ζαφαριανός, και ο κλέφτης, σε απάντηση, του έκανε μία άσεμνη χειρονομία. “Για να μην τα πολυλογούμε όμως,” συνέχισε ο Ζαφαριανός της αφήγησή του, ανταπαντώντας με μία προσβλητική χειρονομία του λαού του, που στη γλώσσα της Αυτοκρατορίας θα μεταφραζόταν ως μία φράση εκατό λέξεων και περιλάμβανε πολλούς άσχημους χαρακτηρισμούς για τη μητέρα και τις καμήλες του Εχεχθόνιου, “ο Σιδηρόκαρδος γρήγορα υπέκυψε στις σειρήνες του πλούτου και των ανέσεων. Όταν ισχυροί άρχοντες, πολλοί από τους οποίους ήταν φαύλοι και κακόπιστοι, του ζήτησαν να τους φτιάξει άρματα, αυτός δέχτηκε, θαμπωμένος από την πολυτέλεια που, όσο μεγάλωνε, μπορούσε μοναχά να ζηλεύει στους άλλους.
“Θα μου πείτε βέβαια,” συνέχισε ο Ζαφαριανός, “πως η απλή φιλαργυρία δεν είναι λόγος να καταλήξει κανείς στο Έρεβος, αυτό το γνωρίζουμε όλοι μας. Στο Έρεβος έρχονται οι ληστές, οι δολοφόνοι, οι κακούργοι, οι επίορκοι, οι φαύλοι, οι αυτόχειρες.
“Ο Σιδηρόκαρδος, τυφλωμένος από τα πλούτη και τη ραστώνη τους, άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο επιλεκτικός με τις δουλειές που αναλάμβανε. Έτσι, όταν κάποιοι υψηλόβαθμοι αυλικοί του ζήτησαν να τους φτιάξει ένα εργαλείο για δολοφονία, ένα πτυσσόμενο στιλέτο που θα ξεγέλαγε και τον πιο προσεχτικό φρουρό, αυτός πήγε ένα βήμα πιο μακριά και τους κατασκεύασε ένα πλήρως μηχανικό κατασκεύασμα, με ένα ξιφίδιο που εκτοξευόταν με ένα έλασμα και που, όπως καμάρωνε, θα μπορούσε να δολοφονήσει κάποιον χωρίς να παρέμβει ανθρώπινο χέρι.”
Ο Ξένος κοίταξε τον Ιαφράν έκπληκτος. “Έτσι δε δολοφονήθηκε ο Ανάρρητος;” τον ρώτησε.
“Ακριβώς, εφέντη,” αναφώνησε ο κοντόχοντρος άντρας. “Το εργαλείο που κατασκεύασε με τα χέρια του ο Σιδηρόκαρδος δολοφόνησε το ίδιο τον άνθρωπος που τον είχε απελευθερώσει.”
“Άσε με να μαντέψω τη συνέχεια της ιστορίας,” τον διέκοψε ο Εχεχθόνιος, “ο Σιδηρόκαρδος κατάλαβε ότι έβλαψε τον άνθρωπο που τον ευεγέρτησε, μετανόησε και ορκίστηκε να χρησιμοποιήσει το ταλέντο του μόνο για το καλό;”
“Αν ήταν έπος ραψωδού, εφέντη, σίγουρα θα τελείωνε έτσι. Δυστυχώς όμως, τα όσα περιγράφω έγιναν στ’ αλήθεια. Ο Σιδηρόκαρδος, πράγματι, κατάλαβε τι είχε κάνει, αντί όμως να μετανοήσει ή να παρουσιαστεί στη φρουρά και ομολογήσει, κράτησε το στόμα του κλειστό από φόβο για τη ζωή του. Και, από τις τύψεις του, άρχισε να πίνει και παραδόθηκε σε όλες τις ηδονές που του είχε χαρίσει ο πλούτος του, μέχρι που τα χέρια του έχασαν εντελώς το χάρισμά τους και δεν μπορούσε πια ούτε πέταλο να δέσει.
“Και στο νεκροκρέβατό του, εμφανίστηκε μπροστά του ο Ανάμοχθος, σκονισμένος και γεμάτος στάχτες, με το κορμί του σακατεμένο από την αδιάκοπη δουλειά. ‘Σου χάρισα ένα ταλέντο,’ του είπε, ‘κι εσύ το χαράμισες γυρεύοντας πλούτη και καλοπεράσεις.’ Και ύστερα του γύρισε τη ράχη και, όταν ο σιδεράς έκλεισε τα μάτια για στερνή φορά, βρέθηκε να περπατάει στους ανήλιαγους δρόμους του Ερέβους.”
“Αυτή ήταν όλη η ιστορία του;” είπε δηκτικά ο Εχεχθόνιος.
“Φυσικά και όχι,” είπε ο Ιαφράν με ένα χαμόγελο σαν καλοταϊσμένης γάτας.
Η εικόνα είναι από εδώ