Στη Μαύρη Όπερα

“Άσε με να περάσω.” Ο Τζάραν κοίταξε τον πορτιέρη στα μάτια. Μάτια μικρά και πονηρά, σαν της νυφίτσας, το μόνο μικρό πάνω του.
“Λυπάμαι,” απάντησε ο πορτιέρης, με όλη την ευγένεια που του επέτρεπαν τα εκατόν δέκα κιλά μυών του, “αλλά δε μπορώ να σας αφήσω να μπείτε. Οι κανόνες, καταλαβαίνετε.”
“Πες στο αφεντικό σου ότι ο Άσωτος επέστρεψε,” του είπε ο άντρας, “θα καταλάβει.”
“Ο Άσωτος;” ρώτησε ο μπράβος, “έπρεπε να μου το πείτε πιο νωρίς κύριε. Περάστε.” και συμπλήρωσε “Και συγνώμη για την ταλαιπωρία.”
“Δεκτή,” του απάντησε ξερά ο άντρας και προχώρησε μέσα.
Ο διάδρομος ήταν στενός και οδηγούσε σε μια δίφυλλη πόρτα. Σκούρο μωβ βελούδο κάλυπτε τους τοίχους. Ο Τζάραν τον πέρασε γρήγορα. Με μια ανυπόμονη κίνηση άνοιξε την πόρτα και προχώρησε στην κυρίως αίθουσα.
Αν μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει την κυρίως αίθουσα, η κατάλληλη λέξη θα ήταν ‘επιβλητική’: Βαθύ σκοτάδι κάλυπτε τα τραπέζια των θαμώνων, σκοτάδι που το έσπαγαν μόνο οι δύο προβολείς μπλάκ λάιτ που πηγαινοέρχονταν στον χώρο, αποκαλύπτοντας σώματα που είτε ήταν απασχολημένα συνομιλώντας μεταξύ τους ή που, αμίλητα, παρακολουθούσαν την παράσταση στη σκηνή, το μόνο μέρος όπου φώτιζε πραγματικό φως. Εκεί, μια ψηλή και παχουλή τραγουδίστρια, ντυμένη με ένα μαύρο νυφικό, γέμιζε τη σκηνή με την πληθωρική παρουσία της και το χώρο με τη σπαραχτική άριά της. Γύρω της άλλες τρεις γυναίκες καλυμμένες με μαύρα πέπλα την συνόδευαν με διακριτικές χορευτικές κινήσεις.

Στη Μαύρη Όπερα, άλλη μια νύχτα ξεκινούσε.

Ο Τζάραν προχώρησε ανάμεσα στα τραπέζια, ψάχνοντας να βρει αυτό που ζητούσε. Προσπέρασε τις τρεις πρώτες σειρές και τα ζευγαράκια που κάθονταν εκεί και παρακολουθούσαν το σόου. Ένας άντρας, χλωμός, με μακριά κατάμαυρα μαλλιά και ένα ακριβό κουστούμι του έγνεψε από ένα τραπέζι στη γωνία. Ήταν ο Κάρλο, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Δίπλα του μια κοπέλα, νεαρή, ξανθιά, με κατακόκκινα μάγουλα. Φορούσε ένα μικροσκοπικό φόρεμα. Ο Τζάραν μπορούσε να μαντέψει τη συνέχεια του ραντεβού τους και, πριν από μερικά χρόνια, ίσως και να είχε μπει στη μέση. Όμως είχε αφήσει πίσω αυτή τη δουλειά, αυτόν τον Κόσμο, και δε θα είχε επιστρέψει αν δεν ήταν αναγκασμένος να το κάνει.
Πήγε και κάθισε στο μπαρ και παράγγειλε ένα ποτό. Ένα διπλό ουίσκι. Κατέβασε μια γουλιά και με το βλέμμα του σάρωσε τον χώρο για αυτόν που έψαχνε. Τίποτα. Από τη σκηνή ο θρήνος συνεχιζόταν. Πόσο ταιριαστό, σκέφτηκε, ενώ στο μυαλό του έπαιζαν σαν σε ταινία όλες εκείνες οι εικόνες που τον στοίχειωναν. Μια πόλη με παλάτια από μέταλο και γυαλί. Βόμβες από τον ουρανό. Ερείπεια. Το κορμί της τσακισμένο μέσα στα χέρια του, η τελευταία της ανάσα στο πρόσωπό του.

Στη Μαύρη Όπερα οι αναμνήσεις στοιχειώνουν.

Ανασήκωσε το κεφάλι του και ξανακοίταξε το χώρο. Αυτή τη φορά το βλέμμα του καρφώθηκε σε ένα τραπέζι στη δεύτερη από τη σκηνή σειρά. Σηκώθηκε σιωπηλός και κατευθύνθηκε προς το μοναχικό άντρα που καθόταν σε αυτό. Δίχως να ζητήσει άδεια πήγε και έκατσε δίπλα του.
“Καλησπέρα,” του είπε, πριν εκείνος προλάβει να διαμαρτυρηθεί, “ήρθα για να συζητήσουμε για έναν κοινό γνωστό μας.”
“Ποιος είσαι;” τον ρώτησε ξαφνιασμένος ο άντρας, ξερακιανός με πρόσωπο καλυμμένο με ουλές. Το βλέμμα του εξέταζε τον Τζάραν εξονυχιστικά, σα να διάβαζε κάθε ίχνος της ψυχής του. Η έκφρασή του έδειχνε ότι δεν του άρεσε αυτό που έβλεπε.
“Ένας Ταξιδιώτης,” του απάντησε ο Τζάραν, “που γυρεύει τον Ιαφερνή.”
“Δεν έχω ιδέα για τι μιλάς,” σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο άντρας, “και θα σε παρακαλούσα να με αφήσεις ήσυχο.”
“Μου είπανε ότι εσύ ξέρεις που θα τον βρω, Ανμάριε,” είπε ο Τζάραν.
“Πώς ξέρεις το Όνομά μου;” ρώτησε ξαφνιασμένος ο συνομιλητής του.
“Οι Ταξιδιώτες ξέρουν πολλά.”
“Πολλές φορές περισσότερα από όσα θα έπρεπε,” σχολίασε ο άντρας, με μια ξυνισμένη έκφραση στο πρόσωπό του.
“Η ερώτησή όμως παραμένει,” είπε ο Τζάραν, “πού θα βρω τον Ιαφερνή;”

Στη Μαύρη Όπερα μπορείς να μάθεις οτιδήποτε.

“Αν ξέρεις ποιος είμαι,” είπε ο Ανμάριος, “θα ξέρεις και ότι θα πρέπει να πληρώσεις για να πάρεις την απάντηση. Και ότι δε θα είναι φτηνή,” συμπλήρωσε.
Η γυναίκα στη σκηνή συνέχιζε το εξωτικό μοιρολόι της, τραβώντας πάνω της τα βλέμματα. Εκείνα τουλάχιστον που δεν ήταν απασχολημένα σε κάποια δοσοληψία.
“Μου το είπαν κι αυτό,” είπε ο Τζάραν, “όπως και πολλά άλλα για εσένα.”
“Πράγματα που δε θα ήθελα να μαθευτούν υποθέτω. Κρίμα που η σιωπή σου εξαγοράζει μόνο τη δικιά μου σιωπή.”
“Περίμενα κάτι περισσότερο από εσένα,” είπε ο Τζάραν.
“Κι εγώ περίμενα ότι τα Αφεντικά σου θα σου έλεγαν περισσότερα για αυτό που ψάχνεις.”
“Είμαι απλά περαστικός,” είπε ο Τζάραν, “τα Αφεντικά μου δεν είναι ανάγκη να το μάθουν ότι είμαι εδώ.”
Ο Ανμάριος γέλασε δυνατά. “Ακούω λοιπόν την προσφορά σου.”
Ο Τζάραν έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του παλτού του και έβγαλε από μέσα ένα πετράδι. “Αυτό είναι η ψυχή ενός νεκρού θεού,” είπε στο συνομιλητή του, “ελπίζω να φτάνει.”

Στη Μαύρη Όπερα όλα έχουν την τιμή τους.

Ο Ανμάριος πήρε το πετράδι στα χέρια του και το εξέτασε προσεχτικά, ζυγιάζοντάς το πρώτα στο αριστερό, μετά στο δεξί του χέρι και τέλος κοιτάζοντάς το στο φως το προβολέων.
“Φαίνεται γνήσιο,” είπε, ενώ η μουσική υπόκρουση είχε αλλάξει σε μία συμφωνία υψίφωνων κραυγών, “υποθέτω ότι αρκεί.”
Ο συνομιλητής του τον κοίταξε απειλητικά.
“Δεν υποθέτω,” διόρθωσε ο άντρας, “είμαι βέβαιος. Μιλάμε εξάλλου για έναν θεό, ζωντανό ή νεκρό.”
“Η μόνη τους διαφορά είναι ότι ο νεκρός δε σου δίνει ένα σπαθί,” σχολίασε ο Τζάραν, περισσότερο προς τον εαυτό του παρά στο συνομιλητή του, “και δε σου ζητάει να γίνεις ο πιστός του ιππότης.”
“Τι να ξέρω εγώ για αυτό,” σχολίασε ο Ανμάριος, “εγώ είμαι απλά ένας έμπορος γνώσης. Ένας-”
“Πού είναι;” τον έκοψε απότομα ο Τζάραν. Το πρόσωπό του ήταν μια κενή μάσκα.
“Καταλαβαίνω ότι τον ψάχνεις σε τόσους και τόσους Κόσμους-” ξεκίνησε ο Ανμάριος, αλλά ο Τζάραν τον ξαναδιέκοψε.
“Δε θέλω προλόγους, πες μου απλά που είναι.”
“Όπως έλεγα,” συνέχισε ο συνομιλητής του, “το κυνηγητό σας έφτασε στον Κόσμο σου, εδώ που φανερά έχεις το πλεον-”
“Θα μου πεις πού είναι;”
“Στα πίσω δωμάτια.” είπε ο Ανμάριος, “μπες στο διάδρομο και θα τον βρεις στο τρίτο δωμάτιο αριστερά.”

Στην Μαύρη Όπερα βρίσκεις ότι ζητάς.

Δίχως απόκριση ο Τζάραν σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε προς την πόρτα δίπλα στη σκηνή. Πίσω από τη μαύρη, βελούδινη κουρτίνα που την κάλυπτε, βρισκόταν άλλος ένας μακρόστενος διάδρομος. Αριστερά και δεξιά του, μαύρες κουρτίνες κάλυπταν εισόδους προς ιδιωτικά δωμάτια, για όσους είχαν τις επαφές και τα μέσα για να τα εξασφαλίσουν.
Ο Τζάραν πέρασε δίπλα από έναν Μανδαριανό που μετά βίας έκρυβε την ύπαρξή του στην ανθρώπινη μορφή του ξενιστή του, και κατευθύνθηκε προς την τρίτη κουρτίνα στα αριστερά του.
Φτάνοντας εκεί σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή του. Το θήραμα που κυνηγούσε τα τελευταία δύο χρόνια βρισκόταν από πίσω της. Έπρεπε να ετοιμαστεί για την επικείμενη σύγκρουση. Την ολοκλήρωση ενός κυνηγιού που έλαβε χώρα σε τουλάχιστον τριάντα διαφορετικούς Κόσμους.
Δε θα δίσταζε άλλο. Με μια απότομη κίνηση τράβηξε την κουρτίνα και όρμησε στο μικρό τετραγωνικό δωμάτιο. Ένα μαύρο, μικρό, μαρμάρινο τραπέζιστο κέντρο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του. Γύρω του, μαύρες μεταλλικές καρέκλες. Σε μία από αυτές καθόταν μια γυναίκα, νεαρή και, με τα ανθρώπινα δεδομένα, ελκυστική. Απέναντί της ο Ιαφερνής, φορώντας το σώμα ενός μεσήλικα άντρα. Κάποιος που δε γνώριζε τα Μυστικά των Κόσμων θα τον περνούσε για άνθρωπο, αλλά ο Τζάραν ήξερε καλύτερα.

Στη Μαύρη Όπερα τίποτα δεν είναι ότι φαίνεται.

“Τι κάνεις εδώ,” φώναξε η γυναίκα ξαφνιασμένη, αφήνοντας το ποτήρι της να πέσει. Κόκκινο κρασί χύθηκε πάνω στο μαύρο μάρμαρο.
Ο Τζάραν την έσπρωξε βίαια. “Δεν έχω δουλειά μαζί σου,” είπε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στον Ιαφερνή.
“Βλέπω με βρήκες, Τζάραν,” του είπε εκείνος και ήπιε ήρεμος μια γουλιά από το κρασί του, “μάλλον σε υποτίμησα.”
“Μάλλον. Γλίτωσα εύκολα από την παγίδα που μου έστησες στο Ανάρτος.”
“Ήταν ένας άστοχος υπολογισμός. Τίποτε άλλο. Ο Κράνγκορ καυχιόταν ότι ήταν καλύτερος από όσο αποδείχτηκε τελικά.”
Η γυναίκα τους κοιτούσε με απορία. Τι ήταν όλα αυτά τα ονόματα που αράδιαζαν; Και γιατί, ενώ συζητούσαν, ένιωθε κάτι σαν ψύχος να καλύπτει το δωμάτιο. Μια παράξενη δύναμη που την έκανε να ανατριχιάζει.
“Θα σου έλεγα, την επόμενη φορά να μην ακούς τις καυχησιές ενός Κράνγκορ.” Το πρόσωπο του Τζάραν ήταν απολύτως κενό από οποιοδήποτε συναίσθημα. Σα μια νεκρική πέτρινη μάσκα, σα να μην ένιωθε τίποτα απολύτως. “Αλλά δε θα υπάρξει επόμενη φορά. Αυτή είναι η τελευταία νύχτα στο κυνηγητό μας.”
“Πάντα έτοιμος να χρησιμοποιήσεις βία,” σχολίασε ο Δαίμονας και άρχισε να παίρνει την πραγματική μορφή του. Εκεί που κάποτε βρισκόταν ανθρώπινο δέρμα, μαύρες γυαλιστερές φολίδες άρχισαν να ξεπετάγονται. Τρία μακριά κέρατα πετάχτηκαν από το μέτωπό του, ενώ οστέινα αγκάθια γέμισαν την πλάτη και τα χέρια του.
Αλλά και ο Τζάραν δεν έμεινε αμέτοχος. Με μια γρήγορη κίνηση έφερε το χέρι του στην καρδιά του και τράβηξε μέσα από το στήθος του ένα κοφτερό σπαθί, η λεπίδα του οποίου ήταν στολισμένη από ανάγλυφα μυστικιστικής δύναμης, μπλεγμένα σε ένα χαοτικό σύμπλεγμα. Πρέπει να υπέφερε από την προσπάθεια, δεν άφησε όμως ούτε έναν μορφασμό πόνου να φανεί στο πρόσωπό του.

Στη Μαύρη Όπερα ποτέ δεν ξέρεις τι θα δεις.

Από την κυρίως αίθουσα, η θρηνητική άρια συνεχιζόταν. Στις φωνές εκείνες προστέθηκε και η υστερική κραυγή της κοπέλας, που, ξαφνιασμένη από το αλλόκοτο θέαμα όρμησε έξω από το δωμάτιο.
“Άνθρωποι,” σχολίασε ο Ιαφερνής, με μια φωνή βγαλμένη από ένα λαρύγγι σχεδον ανίκανο να προφέρει τους φθόγκους, “έχουν πολλά ακόμα να θυμηθούν.”
“Όπως στην Ιχάτβαν;” Οι λέξεις έβγαιναν σα φίδια από τα σφιγμένα δόντια του μάγου.
“Η τυρανία χρειάζεται πάντα αθώα θύματα,” σχολίασε ο δαίμονας αδιάφορα. “Σαν τη Μύρνα.”
Ο Τζάραν δεν άντεξε άλλο. Με μια άγρια κραυγή του επιτέθηκε. Η ρομφαία του έλαμψε με μια φαιογάλανη φλόγγα, καθώς έσκιζε στα δύο την επιδερμίδα της πραγματικότητας.
“Αυτό… κόβει…” Το σαρδόνιο χαμόγελο του Ιαφερνή έσβησε από το πρόσωπό του. Δεν είχε προσπαθήσει να αποφύγει το χτύπημα, προσπάθησε μόνο να αποκρούσει το σπαθί με τα αγκάθια στο πίσω μέρος των χεριών του. Μάταια όμως. Η λεπίδα έκοψε στα δύο τις οστέινες λεπίδες και συνέχισε στο κορμί του. Και καθώς ένιωθε τη σάρκινή μορφή του να κόβεται στα δύο και το ρήγμα που άφησε πίσω η ρομφαία του μάγου να απορροφάει την ψυχική του ενέργεια και να τη σκορπάει στο Κενό, καταλάβαινε το λάθος που έκανε με το να τον υποτιμήσει, το πόσο πιο δυνατός ήταν ο Μάγος στον Κόσμο από τον οποίο προήλθε. Δεν έπρεπε να είχε έρθει εδώ, όσο ειρωνικό κι αν του είχε φανεί αρχικά.
“Τελικά σε υποτίμησα,” ήταν τα τελευταία λόγια του.

Στη Μαύρη Όπερα όλα πληρώνονται.

“Τι έγινε εδώ;” ούρλιαξε ο Κάρλο, ο διευθυντής του μαγαζιού. Πίσω του στέκονταν δύο τεράστιοι, κατάχλωμοι άντρες ντυμένοι με ακριβά κουστούμια.
“Κάποιος έπρεπε να πληρώσει για τα εγκλήματά του,” είπε ο Τζάραν, χαμένος στις αναμνήσεις του. Δύσκολα θα μπορούσε να ξεχάσει τη φρίκη που ο αντίπαλός του είχε φέρει στην ειρηνική εκείνη πόλη, πολλούς Κόσμους μακρύτερα από εδώ. “Κυνήγησα έναν έναν τους συμμάχους του,” είπε, χαμένος στις αναμνήσεις του.
“Καλά,” είπε οργισμένος ο Κάρλο. “Αλλά. Είσαι. Στο. Μαγαζί. Μου.”
“Σκότωσε τη γυναίκα που αγαπούσα. Και τους δικούς της. Είκοσι χιλιάδες ψυχές.”
“Παιδιά,” διέταξε ο Κάρλο τους μπράβους του, “ξερετ-”
“Τον σκότωσα με το σπαθί αυτό,” είπε ο Μάγος, δείχνοντας τη Ρομφαία του, “κι ας είχα ορκιστεί να μην το ξανακρατήσω.”
Ο Κάρλο χλώμιασε κι άλλο, καταρρίπτοντας έναν ακόμα μύθο για τους απέθαντους. Τα λόγια κόλλησαν στο λαιμό του.
“Ξέρετε,” κατάφερε να τραυλίσει τελικά, “ότι πρέπει να συνοδέψετε τον κύριο έξω.”
Έτσι και έκαναν, με τον Τζάραν να τους ακολουθεί αδιαμαρτύρητα, χαμένος στις σκέψεις του.
“Καταραμένοι Οχτώ και καταραμένοι υπηρέτες σας,” είπε μόλις ο μάγος έφυγε, “μια ζωή μου φέρνετε φασαρίες.” Και, τινάζοντας το σακάκι του επέστρεψε στο τραπέζι του, ελπίζοντας πως κανένας άλλος δε θα διέκοπτε την προετοιμασία του σημερινού του γεύματος.

Στη Μαύρη Όπερα τίποτα δε μπορεί να ταράξει τη βραδιά.

Ο Τζάραν προχωρούσε σε έναν διάδρομο, αλλά δεν πρόσεχε πια το περιβάλλον. Το μυαλό του ήταν χαμένο σε άλλους Κόσμους, σε μάχες που είχε δώσει, σε μικρές εκδικήσεις που είχε πάρει. Στον όρκο που έσπασε πριν λίγο, τραβώντας το Ξίφος του. Το Ξίφος του Μάγου, αυτό που είχε ορκιστεί να μην ξαναβγάλει, όταν άφησε πίσω το καθήκον του ως Προστάτης του Κόσμου αυτού.
Χαμένος στις σκέψεις του αυτές ούτε που πρόσεξε το πότε βγήκε από την πίσω πόρτα.
Πότε στάθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου.
Πότε η σφαίρα τον βρήκε ανάμεσα στους ώμους.
Μόνο, όταν ήταν πια πεσμένος στη βρεγμένη άσφαλτο, συνειδητοποίησε ότι είχε ακούσει έναν πυροβολισμό από πίσω του και έναν οξύ πόνο να τον διαπερνά από την πλάτη ως το στέρνο του.

Στη Μαύρη Όπερα πάντα πλήρωνεις πολύ ακριβότερα από όσο νομίζεις.

Σχολιάστε ελεύθερα