Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά

Typewriter and cup of coffee

Πριν λίγο καιρό, μου έδωσαν να διαβάσω ένα χειρόγραφο φέρελπι συγγραφέα. Δεν ήταν φανταστικής λογοτεχνίας, ήταν κάτι μεταξύ ψυχολογικού θρίλερ και κοινωνικού διηγήματος και είχε διάφορα θετικά και αρνητικά. Αυτό είναι ένα άρθρο σχετικό με συγγραφή, αλίμονο, δε σκοπεύω να αναλύσω ένα κείμενο που δε γνωρίζετε. Θέλω να εστιάσω σε ένα πράγμα μου έκανε εντύπωση: το χειρόγραφο έλεγε πάρα πολλά.

Δε μιλάω μόνο για νοήματα αλλά για τις λέξεις καθαυτές. Και με έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι: ένας συγγραφέας στα ξεκινήματά του πασχίζει πολύ να  χωρέσει στο γραπτό όλα εκείνα τα λεκτικά σχήματα, τις παρομοιώσεις, τα καλολογικά στοιχεία που θέλει να βάλει στο κείμενο. Ή αυτά που πιστεύει ότι θέλει να δει ο αναγνώστης για να τον θεωρήσει μεγάλο και τρανό συγγραφέα.

Ουκ εν τω πολλώ το ευ

Παλαίμαχοι της συγγραφείς γράφουν με μεγαλύτερη οικονομία. Ακόμα και γνωστοί φλύαροι (όπως ο Stephen King) παραδέχονται ότι γυρνάνε πίσω και κόβουν λέξεις που περισσεύουν από το κείμενό τους. Αν θυμάμαι καλά, ο King έλεγε στο “Περί Συγγραφής” ότι κόβει ένα 20% του κειμένου του στη διόρθωση.

Προσωπικά, θεωρώ ότι στη συγγραφή μπορείς, με μία μόνο λέξη, να δώσεις όσα άλλοι αποτυγχάνουν να δώσουν σε μία παράγραφο. Δεν είναι κάποια μαγική ικανότητα, είναι εμπειρία. Το σωστό συνώνυμο μπορεί να κάνει θαύματα. Ένα “μούγκρισε” μπορεί να αντικαταστήσει άνετα ένα “είπε δυνατά, πολύ νευριασμένος”. Ή ένα “δρασκέλιζε” το “βάδιζε όσο πιο γρήγορα μπορούσε”.

Δεν πρέπει όμως να υποτιμάει κανείς και τη δύναμη της στίξης: Ένα κόμμα, μια τελεία, αποσιωπητικά και θαυμαστικά, ακόμα και μια αλλαγή παραγράφου, τοποθετημένα σε στρατηγικά σημεία μπορούν να αντικαταστήσουν ολόκληρα κατεβατά. Πχ, η γραμμή διαλόγου “Άσε. Κάτω. Το όπλο, εντάξει; Γιάννη… ειλικρινά, μη με κάνεις να κάνω κάτι που δε θέλω!” εκφράζει ή όχι την ψυχολογία ενός χαρακτήρα; (αν όχι, είναι επειδή ο υποφαινόμενος είναι για τα μπάζα και δίνει ένα κακό παράδειγμα – όπως εξάλλου συμβαίνει σε δεκάδες άρθρα παρόμοια άρθρα σχετικά με συγγραφή)

Η σύνταξη επίσης κάνει θαύματα. Μετακινώντας απλά και μόνο μία λέξη, αλλάζει η έμφαση μίας ολόκληρης πρότασης. Άλλη αίσθηση περνάει το “Έκλεισε την πόρτα και, δίχως καθυστέρηση, άνοιξε την τηλεόραση και άρχισε να ψάχνει στα ράφια” και άλλο το “Δίχως καθυστέρηση, έκλεισε την πόρτα, άνοιξε την τηλεόραση και άρχισε να ψάχνει στα ράφια”. Αν όχι, και πάλι φταίει ο υποφαινόμενος.

Ναι, οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις είναι πολύ δυνατά μέσα, όμως αν, σε κάθε δεύτερη πρόταση συναντάς και από μία, αργά ή γρήγορα χάνουν την ισχύ τους. Σαν μπουκάλι οινόπνευμα που ανοιγοκλείνεις συνέχεια.

Αν θυμάστε, στο άρθρο για τον Robert E. Howard έγραφα για το πώς δημιουργούσε τόσο επική ατμόσφαιρα στα γραπτά του.

Είναι κακό πράγμα το να γράφεις πολλά;

Όχι. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ίσως και να είναι προαπαιτούμενο ενός είδους ή να συνεισφέρει στην ιστορία. Ακόμα και η ‘φλύαρη’ γραφή προσφέρει μία εντελώς διαφορετική ενέργεια στο κείμενο, πλάθει διαφορετικά την ιστορία. Σε άλλες πάλι, ο μέσος αναγνώστης να μη το συνειδητοποιεί καν ότι ο συγγραφέας γράφει πολλές παραπάνω λέξεις και φράσεις από όσες χρειάζεται.

Είναι κακό όμως (τουλάχιστον για εμένα) να ταυτίζονται οι σάλτσες με καλή γραφή. Αν ο συγγραφέας θέλει να εξελιχθεί, πάντα κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται να μάθει:

  • Πώς μπορεί να “στεγνώσει” το κείμενό του από τα ξύγκια
  • Πού πρέπει να δώσει έμφαση και πού όχι
  • Πώς τα εργαλεία που βρίσκονται στη διάθεσή του μπορούν να τον βοηθήσουν να πει την ιστορία που θέλει.

 

Σχολιάστε ελεύθερα