Το Μαχαίρι

Man with dagger

Όπως πολύ ορθώς είχε πει και ο Διομήδης ο Δύσπιστος ‘Μπορείς να εμπιστεύεσαι πάντα ότι ένας Άγιος θα κρατήσει τον όρκο του. Ποτέ όμως έναν άνθρωπο να κάνει το ίδιο’. Όμως, οι σπασμένοι όρκοι έχουν πάντα ακριβό τίμημα…

-Αλφρέδος Μιράν – Τα μονοπάτια στην Ομίχλη

 

ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

“Κύριε Μπρόντλεϋ, σας εκλιπαρώ, μόνο ένα άτομο των ικανοτήτων σας μπορεί να με βγάλει από την τραγική κατάσταση στην οποία έχω περιέλθει!”
“Όχι,” απάντησε ξερά ο Αύγουστος και έκανε να φύγει.
“Θα σας δώσω τα διπλάσια από τα όσα παίρνετε συνήθως!”
“Θα με περνάτε για ηλίθιο, κύριε Χάσετ. Δε θα αναλάμβανα μία τέτοια υπόθεση ούτε για τα δεκαπλάσια.”
“Σας εκλιπαρώ!” αναφώνησε ο κοντόχοντρος άντρας σε μια κωμική στάση ικεσίας. Το σούσουρο της ταβέρνας έπαψε, καθώς όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον πλούσιο έμπορο να πέφτει στα γόνατα και να παρακαλάει τον άντρα με τα γκρίζα. Και έπειτα, όσοι ζούσαν για χρόνια στο Λάχαντρος, κατάλαβαν σε ποιον μιλούσε και η προσοχή τους επέστρεψε στα ποτά τους. Το είχαν σαν αρχή να μην ανακατεύονται στις δουλειές των μάγων, πόσο μάλλον όταν είχαν απέναντί τους εκείνον που, όπως έλεγαν όλοι, ξεγέλασε τον ίδιο τον Άγγελο του Θανάτου.
“Καταλαβαίνω ότι είναι οικογενειακό σας κειμήλιο, αλλά θα πρέπει να βρείτε κάποιον άλλο για την υπόθεσή σας,” του είπε ο μάγος όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
“Μα δεν πρόκειται να βρω καλύτερο από εσάς,” είπε ο έμπορος, ενώ ήταν ακόμα πεσμένος στο πάτωμα της ταβέρνας.
“Δεν ψάχνετε κάποιον καλύτερο, αλλά κάποιον πιο ηλίθιο. Η Στοά του Χρυσού Τροχού έχει αρκετούς νεοσύλλεκτους ιδανικούς για τη δουλειά σας.”
Και ύστερα φόρεσε εκνευρισμένος την καμπαρτίνα του και βγήκε έξω στην κρύα νύχτα.


Το επόμενο μεσημέρι ένας καταϊδρωμένος και κατατρομαγμένος φρουρός χτύπησε την πόρτα του.
“Χαίρεται,” του είπε ο Αύγουστος, “τι θα θέλατε.”
“Ε… ναι, ακούστε… σας παρακαλώ, μη με κάνετε βάτραχο!” του είπε ο φρουρός.
Ο Αύγουστος φάνηκε σκεφτικός. “Δε το σκόπευα,” είπε τελικά, “συνήθως μετατρέπω επισκέπτες σε βατράχους τους θερινούς μήνες. Το χειμώνα δεν επιζούν για πολύ.”
“Θα μπορούσατε σας παρακαλώ πάρα πολύ να με συνοδέψετε στο φρουραρχείο. Όχι για εμένα, εγώ δε θα σας έλεγα ποτέ να ‘ρθείτε, αλλά, να, ο επιθεωρητής Μάνχετ θέλει να σας κάνει κάτι ερωτήσεις.”
“Θα μπορούσα, αλλά προτιμώ να το αποφύγω, αν γίνεται,” είπε ο μάγος, ανησυχώντας ξαφνικά. Τί μπορεί να με θέλει η φρουρά; σκέφτηκε. “Περί τίνος πρόκειται;”
“Μάρτυρες σας είδαν να μιλάτε με τον κύριο Ροβήρο Χάσετ χθες το βράδυ.”
“Και από πότε είναι αυτό λόγος να με καλεί η φρουρά;”
“Ο κύριος Χάσετ είναι νεκρός.” του είπε ο Φρουρός. “Ο επιθεωρητής μου είπε να σας πω…” ο φρουρός κόμπιασε για μία στιγμή, μην ξέροντας πώς θα έλεγε την επόμενη φράση, “επέμενε να σας πω, ο επιθεωρητής, καταλαβαίνετε, ότι θα είναι ευκολότερο αν έρθετε με τη θέλησή σας.”
“Πράγματι, θα σας διευκολύνει πολύ,” είπε ο Αύγουστος και πήγε μέσα να πάρει το παλτό του.


“Πώς βρέθηκε το πτώμα;” ρώτησε ο μάγος τον επιθεωρητή.
“Εδώ κάνω εγώ τις ερωτήσεις,” μούγκρισε ο Αρθούρος Μάνχετ. “Σε εμένα δεν περνάνε οι δεισιδαιμονίες των μικρόνοων περιπολιτών, είμαι άνθρωπος της επιστήμης.”
“Θα πίστευα ότι η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε θα σας είχε αλλάξει τις απόψεις,” σχολίασε ήρεμα ο Αύγουστος, ενώ έκατσε απέναντι από τον επιθεωρητή, χωρίς εκείνος να του έχει επιτρέψει κάτι τέτοιο.
“Οι υστερίες μιας κυράτσας, όσα λεφτά κι αν έχει βγάλει ο σύζυγός της, δεν πρόκειται να με πείσουν ότι κάποιο δαιμονικό ον διέπραξε το φόνο εκείνο, ούτε ότι είναι σύμπτωση το ότι ο τότε ύποπτος ξαναβρίσκεται εδώ για μία ακόμα βάναυση δολοφονία.”
“Λογικό. Από όσα μου είπε ο κύριος Χάσετ χθες, τον φόνο του δεν τον διέπραξε κάποιο δαιμονικό ον.”
“Σοβαρά, κύριε Μπρόντλεϋ, νόμιζα ότι οι Δαίμονες ήταν η ειδικότητά σας.”
Ο Αύγουστος κοίταξε στα μάτια τον μεγαλόσωμο άντρα. Ο επιθεωρητής ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του και έναν ώμο πιο φαρδύς. Η εμφάνισή του, παρά το καλοφροντισμένο μούσι του, το μονόκλ και το καλοραμμένο κουστούμι, πρόδιδε καταγωγή από τις πολεμικές οικογένειες της Ρεμόν. Με τέτοια εμφάνιση δεν είχε συνηθίσει να του δείχνουν έλλειψη σεβασμού.
“Όχι μόνο τα Δαιμόνια. Αναλαμβάνω κάθε λογής υποθέσεις. Αλλά όχι την υπόθεση που ήθελε να μου αναθέσει ο κύριος Χάσετ.”
Ο επιθεωρητής πήρε έναν ουδέτερο τόνο.
“Και για ποια υπόθεση ήθελε να σας μιλήσει;”
“Αφορούσε ένα οικογενειακό του κειμήλιο. Ένα μαχαίρι, για να είμαι ακριβής.”
“Τι είδους μαχαίρι;”
“Όχι το φονικό εργαλείο,” του είπε ο μάγος. “Όχι ακριβώς το φονικό εργαλείο δηλαδή. Φαντάζομαι ότι τον βρήκατε κατασφαγμένο.”
“Μπορείτε να φαντάζεστε ότι θέλετε, κύριε Μπρόντλεϋ. Εδώ, εγώ κάνω τις ερωτήσεις.”
“Δεν έκανα κάποια ερώτηση. Μοναχά μια εικασία.”
Ο επιθεωρητής βάδισε νευρικά εμπρός από το παράθυρό του.
“Τι κάνατε μόλις φύγατε από την ταβέρνα που συναντήσατε τον κύριο Χάσετ;”
“Επέστρεψα σπίτι μου. Όπως κάνει κάθε νομοταγής πολίτης όταν περάσει από δέκα το βράδυ.”
“Υπάρχουν μάρτυρες;”
“Όχι.”
“Ούτε καν τα ‘δαιμόνιά’ σας;”
“Δεν μπορούν να καταθέσουν στο δικαστήριο,” απάντησε ο μάγος με ένα μειδίαμα.
Ο επιθεωρητής προσπάθησε να πνίξει την οργή του.
“Λέγατε κάτι για ένα μαχαίρι. Τι ακριβώς ήθελε ο κύριος Χάσετ από εσάς;”
“Το μαχαίρι ήταν ένα τελετουργικό ξιφίδιο που ο παππούς του είχε κλέψει από έναν άγριο ιερέα κάπου στη Σουόρ. Ήταν κειμήλιο της οικογενείας του για χρόνια.”
“Και τι το ιδιαίτερο είχε;” ρώτησε ο επιθεωρητής.
“Γνωρίζετε τι είναι ένα ‘φετίχ’;”
“Πολύ φοβάμαι ότι υπάγεται στο δικό σας εργασιακό χώρο, όχι στον δικό μου…”
Ο μάγος χαμογέλασε. “Ευτυχώς,” του είπε, “θα δυσκολευόσασταν να το συλλάβετε για το φόνο του κυρίου Χάσετ.”
“Εννοείται ότι τον σκότωσε ένα μαχαίρι;” γέλασε ο επιθεωρητής.
“Όχι,” του είπε ο Αύγουστος, “τον σκότωσε η ανοησία του. Το μαχαίρια απλά βρέθηκε στα χέρια του, τα υπόλοιπα ήταν απλά αποτέλεσμα της ηλίθιας συμπεριφοράς του.”
“Τί ακριβώς εννοείτε, κύριε Μπρόντλεϋ;”
“Οι σαμάνοι της Σουόρ συχνά έδεναν αιμοσταγείς Αγίους σε τελετουργικά ξιφίδια και τα χρησιμοποιούσαν σε θυσίες για να τους κατευνάσουν. Ή σε μάχες. Σε αντάλλαγμα οι Άγιοι τους έδιναν εξαιρετική δύναμη. Υπήρχε όμως ένας όρος. Αν ποτέ ένας από τους φορείς του μαχαιριού πλήγωνε μια ανθρώπινη ζωή, τότε ο Άγιος θα ερχόταν για να προκαλέσει στον φορέα την ίδια ακριβώς πληγή, μόλις το μαχαίρι έφευγε από την κατοχή του.”
“Ωραία ιστορία,” τον διέκοψε ο επιθεωρητής, “αλλά πότε ο κύριος Χάσετ αφαίρεσε μια ανθρώπινη ζωή με το μαχαίρι αυτό;”
“Πριν δύο εβδομάδες,” του είπε ο μάγος. “Μου το εμπιστεύθηκε χθες. Κάποιος κακοποιός, ονόματι Τζον ο Μεγαλόστομος, τον εκβίαζε σχετικά με κάτι που είχε κάνει. Ο αξιότιμος κύριος Χάσετ λοιπόν μου είπε ότι είχε ακούσει για το μαγικό ξιφίδιο που είχε ο πρόγονός του και σκέφτηκε ότι θα αναπλήρωνε την ανικανότητά του στη μάχη σώμα με σώμα.”
Ο επιθεωρητής φάνηκε σκεπτικός. “Σας είπε πού είναι το πτώμα;”
“Όχι. Ήταν πολύ λεπτή η θέση μου όταν μου ανέφερε το περιστατικό.”
“Παρόλα αυτά δεν καταγγείλατε το περιστατικό.”
Ο μάγος χαμογέλασε. “Αυτό θα παραβίαζε το βασικότερο νόμο της πόλης μας: Κοίτα τη δουλειά σου. Είχατε μήπως κάποια καταγγελία για την εξαφάνιση ή το φόνο του κακοποιού;”
“Ποτέ δεν έχουμε καταγγελίες για άτομα του υποκόσμου, κύριε Μπρόντλεϋ.”
“Το γνωρίζω. Γιατί να σας αποσπάσω λοιπόν από το έργο σας; Και να το έκανα, ο κύριος Χάσετ θα πλήρωνε απλά ένα γερό πρόστιμο στην πόλη και μετά θα προσπαθούσε να με εκδικηθεί για την έλλειψη εχεμύθειάς μου. Και θα μου κατέστρεφε το καλό μου όνομα στην πιάτσα.”
“Εγώ κάνω τις ερωτήσεις εδώ,” του θύμισε ο επιθεωρητής. “Και αν κατάλαβα καλά ισχυρίζεστε ότι ήθελε να εμποδίσετε τον Άγιο του μαχαιριού να πάρει τη ζωή του;”
“Ακριβώς,” του είπε ο Αύγουστος. “Οι σαμάνοι της Σουόρ έδεναν με πνευματικούς δεσμούς τα μαχαίρια σε αυτούς, κι έτσι μπορούσαν να τα έχουν απλά στην καλύβα τους. Είχαν μέχρι και τελετουργικά εξευμενισμού τους μετά από μάχες για να μην επιφέρουν την οργή του Αγίου στο τέλος της ζωής τους. Ο μακαρίτης όμως όχι, έπρεπε να κουβαλάει πάντα μαζί του το φονικό όπλο. Ήθελε λοιπόν από εμένα να σπάσω την κατάρα του ‘φετίχ’.”
“Και δεν το κάνατε; Γιατί; Δε μπορούσατε;” Ο επιθεωρητής έλαμψε καθώς έλεγε την τελευταία του πρόταση.
“Ως άνθρωπος της επιστήμης θα λέγατε ότι έχασα την ευκαιρία να κλέψω έναν αφελή έμπορο. Αλλά όχι, δεν ήθελα να προσπαθήσω να το κάνω.”
“Ας υποθέσουμε ότι δεν είμαι άνθρωπος της επιστήμης,” του είπε ο επιθεωρητής. “Γιατί δε θέλατε;”
“Για αρχή, επειδή οι συμφωνίες με τους Αγίους οφείλουν να πληρώνονται. Αν όχι, τότε τίποτα δε δένει τον Άγιο. Έστω λοιπόν ότι έσωζα τον Χάσετ. Είναι πιθανό ο Άγιος να ερχόταν για εμένα και, πιθανότατα, θα έσωζα και το δικό μου τομάρι. Τα έχω βάλει με πολύ χειρότερους Αγίους.
“Μετά, αν δεν κατάφερνα να τον δέσω πάλι σε κάποιο αντικείμενο, ο αιμοσταγής αυτός Άγιος θα βρισκόταν μέσα στο Λάχαντρος. Δε θα θέλατε να γινόταν κάτι τέτοιο. Θα ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει κάποιον μανιακό και να αρχίσει ένα μακελειό δίχως προηγούμενο, μιας και το μαχαίρι πια δε θα τον κρατούσε μέσα του.”
“Και τι άλλο, κύριε Μπρόντλεϋ;”
“Τι εννοείτε;”
“Είπατε: ‘για αρχή’…”
“Πράγματι,” είπε ο μάγος, “έπειτα παραμένει το θέμα ότι ο κύριος Χάσετ ήταν ένας δολοφόνος. Έπαθε ακριβώς ότι προκάλεσε.”
“Μάλιστα,” είπε ο επιθεωρητής, “θα διασταυρώσουμε τα γεγονότα και θα σας ξανακαλέσουμε, αν χρειαστεί.”


Κατά κάποιον τρόπο ο Αύγουστος θαύμαζε άτομα όπως ο επιθεωρητής, άτομα με τόσο ανοιχτό μυαλό ώστε να θεωρούν πιθανές λύσεις που δε σχετίζονταν με το μεταφυσικό, που θεωρούσαν ότι η Πλάση διέπεται από Νόμους και όχι από Κανόνες.
Μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά του, σίγουρα ο επιθεωρητής θα είχε δει πάμπολλες περιπτώσεις για τις οποίες δε θα υπήρχε απολύτως καμία φυσική εξήγηση, προσπαθούσε όμως απεγνωσμένα να βρει κάποια, μέχρι που, υπό την πίεση ενός κόσμου που δεχόταν την πραγματική φύση του κόσμου, αναγκαζόταν να υποκύψει και να δεχτεί το μεταφυσικό ως αιτία του εγκλήματος.
Έτσι και τώρα, είχε αντισταθεί σθεναρά, αλλά η εξήγηση που του είχε δώσει ο μάγος, η πραγματική εξήγηση, αυτομάτως έλυνε όλα τα ερωτήματά του για την υπόθεση και, κυρίως, η φύση των πληγών στο σώμα του θύματος.
Ήταν τυχερός λοιπόν που ο επιθεωρητής δεν επέμεινε περισσότερο τα γεγονότα. Το είδε στο βλέμμα του προς το τέλος της συζήτησης τους, τη βαθμιαία κατανόηση που ερχόταν με όσες πληροφορίες του παρουσίαζε.
Φυσικά και ο επιθεωρητής γνώριζε ότι ο έμπορος ακολούθησε τον Αύγουστο, μόλις εκείνος έφυγε από την ταβέρνα. Όμως δε συνέχισε τις ερωτήσεις του προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς κατάλαβε ό,τι είχε καταλάβει και ο μάγος κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με τον Χάσετ.

Ο παχύσαρκος έμπορος ήταν πανικόβλητος μετά την αποχώρηση του μάγου. Έτρεξε έξω και τον πρόλαβε δίπλα στα κανάλια. Τον παρακάλεσε, τον ικέτευσε και τέλος τον απείλησε. “Το έχω χρησιμοποιήσει δεκάδες φορές,” είπε ασθμάνοντας στον μάγο. “Αν δεν κάνεις ότι σου λέω, μα όλους τους Αγγέλους, θα είσαι ο επόμενος! Θέλω να το ξεφορτωθώ!”
Ο Αύγουστος είχε γυρίσει και τον είχε κοιτάξει με σιχασιά. “Δεν είμαι ούτε αγοράκι, ούτε ναρκομανής,” του είπε. “Αν φοβάσαι ότι το πρεζόνι σου είχε πει σε κανά φίλο του για τα όσα παιδιά δολοφόνησες με το μαχαίρι τούτο, άρχισε να καθαρίζεις τους δρόμους από δαύτους. Αλλά μη τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις! Δεν πρόκειται να σε σώσω, ούτε για όλα τα λεφτά της Πλάσης!” του φώναξε.
“Θα με προδόσεις, παλιομάγε,” ούρλιαξε ο Ροβήρος Χάσετ και όρμησε να τον σφάξει, τραβώντας το ξιφίδιο από τη θήκη που έκρυβε μέσα στο παλτό του.
Ο Αύγουστος, εκπαιδευμένος για πολλά χρόνια στη μάχη με γυμνά χέρια, έκανε απλά ένα πλάγιο βήμα και, με μια γρήγορη λαβή, άρπαξε το οπλισμένο χέρι του εμπόρου και το γύρισε, μέχρι που εκείνος, τυφλωμένος από τον πόνο, άφησε το μαχαίρι να πέσει από το χέρι του.

Και, όταν ο έμπορος κατάλαβε τι έκανε, δεν πρόλαβε καν να ουρλιάξει. Ο αέρας γύρω από το μαχαίρι άρχισε να παραμορφώνεται, καθώς δεκάδες λεπιδοφόρα χέρια άρχισαν να υλοποιούνται και να τον κόβουν. Οι πρώτες μαχαιριές χάραξαν τα χέρια που ο έμπορος σήκωσε μπροστά από το πρόσωπό του, προσπαθώντας να προφυλαχτεί. Ύστερα ακολούθησαν μια σειρά από φονικές μαχαιριές. Ο έμπορος μούγκριζε πονεμένα, όμως ο Άγγελος του Θανάτου δεν ήρθε για να θερίσει την ψυχή του, όχι πριν ο Άγιος του μαχαιριού ολοκληρώσει την συμφωνία τους.
Και, όταν ήρθε πια η ώρα να ξεπληρώσει ο Χάσετ όλες εκείνες τις πληγές που είχε προκαλέσει ως ο ‘Σφαγέας των Αμνών’, ο Αύγουστος γύρισε στο πλάι και έκλεισε τα αυτιά του, καθώς ήξερε ότι το θέαμα που θα αντίκριζε και οι ήχοι που θα άκουγε θα ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής του. Το μυαλό του όμως δεν μπορούσε να μη δημιουργήσει τις σκηνές αυτές, καθώς οι υγροί ήχοι και τα πνιχτά βογγητά έφταναν στα αυτιά του, ενώ τα χέρια του Αγίου έκοβαν λοξές τομές κατά μήκος του σώματός του εμπόρου, τον έγδερναν ζωντανό και έκοβαν σε μικρά κομμάτια τα ζωτικά του όργανα.

Όταν η σφαγή τελείωσε μια άμορφη μάζα από αίμα και σάρκες ήταν απλωμένη σε ολόκληρο το πεζοδρόμιο. Κάπου στη μέση της βρισκόταν το μαχαίρι, απολύτως καθαρό από αίματα. Ο Αύγουστος επικαλέστηκε τη συμφωνία που είχε με ένα από τα πνεύματα του Αλλού και αμέσως το μαχαίρι βρέθηκε στο χέρι του.
Αυτά παθαίνεις όταν παίρνεις ένα καθαγιασμένο αντικείμενο και το φυλάς στο ράφι σου, σκέφτηκε. Αργά αλλά σταθερά, αρχίζει να παίζει με το μυαλό σου και, σύντομα, εσύ πραγματοποιείς τον σκοπό για το οποίο φτιάχτηκε…
Αυτό έπαθε και ο έμπορος. Αυτό που κουβαλούσε πάνω του ως μαγικό όπλο σύντομα γέμισε το μυαλό του με εικόνες βίας που, μαζί με τις άρρωστες ορέξεις του, τον οδήγησε στα εγκλήματά του. Και, όταν πια κατάλαβε ότι μπορεί να αποκαλυπτόταν το μυστικό του, προσπάθησε να εξαφανίσει το όργανό του εγκλήματος, έμαθε όμως ότι δεν μπορούσε παρά μόνο πληρώνοντας το τίμημα που του αναλογούσε. Και τώρα το μαχαίρι ταξίδευε προς τον Αμπντ’Οτάκ, τον Σαμάνο φίλο του από τη Σουόρ, για να το φυλάξει όπως όριζαν τα ταμπού της θερμής ηπείρου.

Έπρεπε να το ξέρει, σκέφτηκε ο μάγος, ενώ σκεφτόταν ξανά τον κατασφαγμένο έμπορο, όλες οι συμφωνίες πληρώνονται. Αυτός είναι και ο μοναδικός Νόμος της Πλάσης.

Σχολιάστε ελεύθερα