Ιστορίες Συγγραφικής Τρέλας

ιστορίες-για-halloween

Δεν έχω ιδέα πώς έμπλεξα σε αυτό το τρελοκομείο.

Εγώ απλά ήθελα να τελειώσω εκείνο το γαμημένο το μυθιστόρημα.

Και όλες οι συμβουλές στο ίντερνετ έλεγαν πως πρέπει να βρω έναν κύκλο συγγραφέων για υποστήριξη.

Έτσι, το τελευταίο Σάββατο κάθε μήνα, κατέληγα να κάθομαι με ένα λάπτοπ παραμάσχαλα σε μία μικρή, και καλά ψαγμένη, καφετέρια και να γράφω την ιστορία της ζωής μου με πέντε άλλους βαρεμένους (συν πλην κάποιους κακόμοιρους που έρχονταν και έφευγαν σαν μπατήρισσες πελάτισσες σε ρουχάδικο) και γράφαμε όλοι παρέα.

Τι γράφαμε δηλαδή, πιάναμε τα λάπτοπ (και η Δήμητρα το τετράδιό της – αρνιόταν να πιάσει υπολογιστή γιατί πίστευε ότι η τεχνολογία σκοτώνει την έμπνευση και κάτι άλλες τέτοιες νεοχίπικες αηδίες) και γράφαμε τρεις προτάσεις ο κάθε ένας πριν κάποιος (συνήθως ο Αργύρης) πετάξει μία ιδέα και καταλήγαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων για τρία τέταρτα. Παρόλα αυτά, αυτή η μηνιαία τελετουργία μας και το κουβεντολόι από messanger, msn, skype, viber, έκανε το θαύμα της, καθώς οι λέξεις του “Ταξίδι στο όνειρο” (έτσι έλεγαν το μυθιστόρημά μου) όλο και αυγάτιζαν.

Και, κάπως έτσι, φτάσαμε μία εβδομάδα πριν από τη συνάντηση του Οκτώβρη. Η Δήμητρα μας πήρε έναν-έναν τηλέφωνο και πέταξε την ιδέα της: “Δε θα είχε πλάκα αν, στη συνάντηση μας, που πέφτει λίγο πριν το Χάλογουιν πάμε να γράψουμε μεταμφιεσμένοι;”

Ο Αργύρης, που πάντα ήταν πρόθυμος να δοκιμάσει κάτι καινούριο και που κάθε δύο μήνες ερχόταν και με καινούριο μυθιστόρημά προς συγγραφή ήταν απόλυτα θετικός.

Εγώ και ο Τάσος δε θα λέγαμε όχι – γιατί ξέχασα να σας αναφέρω ότι, πέρα από τις όποιες ιδιοτροπίες και εκκεντρικότητες της, η Δήμητρα ήταν πρώτης τάξεως γκομενάκι και την είχαμε βάλει και οι δύο στο μάτι – ενώ η Μάντω είχε τις επιφυλάξεις της αλλά σύντομα τη μεταπείσαμε. Όσο για την Αλεξάνδρα, δήλωνε προβληματισμένη – για το τι θα ντυνόταν.

Για να μη πολυλογώ, εκείνο το βραδάκι μαζευτήκαμε όλοι γύρω από το κλασικό μας τραπέζι, με φορητούς, τετράδια και ότι άλλο χρειαζόμασταν για τη δημιουργική μας διαδικασία. Η Αλεξάνδρα κατέληξε τελικά στο να ντυθεί σέξι βαμπίρ – και είχε υιοθετήσει ένα σκληρό γκοθ λουκ, φορώντας έναν κατάμαυρο κορσέ, μακρύ μαύρο φόρεμα και κάτι τόνους μέηκ απ. Η Μάντω από την άλλη είχε φορέσει απλά μία μάσκα ντόμινο γιατί “μεγάλη γυναίκα είμαι ρε παιδιά, δεν είναι πράγματα αυτά για εμένα”. Η Δήμητρα διέψευσε τις προσδοκίες μου και δε ντύθηκε Harley Quin ή σέξι γατούλα. Τουλάχιστον συνέχιζε να είναι σέξι ακόμα και βαμμένη με μπόλικο corpsepaint – αν και το μάτι μου πήγαινε όλο και πιο συχνά εκείνο το βράδυ στο πληθωρικό ντεκολτέ της Αλεξάνδρας. Κι εγώ είχα ακριβώς την ίδια έμπνευση, φόρεσα μαύρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και μπόλικη λευκή μπογιά στο πρόσωπό μου (συν μία σταγόνα ψεύτικο αίμα στο δεξί χείλος)

Ο Αργύρης είχε αποφασίσει να πάει σε κόντρα ρόλο, μπήκε ντυμένος κανονικά, πήγε καρφωτός στις τουαλέτες και βγήκε ντυμένος νεράιδα, με μίνι φούστα, φτερά και αρκετό γκλίττερ για να κάνει τον ενοχλητικό ξάδερφο από το twilight των βαμπίριών της παρέας. Ο Τάσος από την άλλη ήρθε με τα καθημερινά του ρούχα, έκατσε στη γωνιά του και άνοιξε τον υπολογιστή.

Παραγγείλαμε, κάτσαμε, γράψαμε τις κλασσικές τρεις σειρές μας, μέχρι που η Δήμητρα αποφάσισε να μιλήσει για τον ελέφαντα στο δωμάτιο. “Τάσο,” είπε, “πώς και δε μας ήρθες μεταμφιεσμένος;”

“Ε…” έκανε αμήχανα εκείνος, “δ-δ-δεν β-βρ-βρήκα κάτι κ-κ-καλό να φ-φορέσω.”

“Μαλακίες,” έκανε ο Αργύρης, “καλές ιδέες πάντα υπάρχουν.”

“Και όχι μόνο,” του είπε η Αλεξάνδρα και, δεν ξέρω αν έφταιγε ο σαρκασμός ή το πώς ανεβοκατέβαινε το στήθος της μέσα στον κορσέ, αλλά απόψε μου τραβούσε το βλέμμα όπως ο μαγνήτης το σίδερο.

“Παιδιά, δεν έχω ιδέα τι να κάνω με την πρωταγωνίστριά μου,” μας διέκοψε η Μάντω. “Να τα φτιάξει με τον μυστηριώδη οδοντίατρο ή να επιστρέψει στον πρώην άντρα της;”

“Μα ο πρώην άντρας δεν είναι ο μανιακός δολοφόνος που ψάχνει σε όλο το βιβλίο; Βγάζει παραπάνω νόημα το να γυρίσει σε αυτόν. Μόνο και μόνο για να τη σώσει στο τέλος ο οδοντίατρος, όταν αυτή ανακαλύψει την αλήθεια και ο άλλος πάει να τη σκοτώσει”. Ναι, το συγγραφικό μου ένστικτο δούλευε στον αυτόματο.

“Πολύ σεξιστική πλοκή αυτή,” έκανε η Δήμητρα, “γιατί δηλαδή να πρέπει η γυναίκα να σωθεί από τον άντρα. Για άλλη μία φορά”.

“Ναι, πράγματι,” έκανε ο Αργύρης. “Έχω σκεφτεί να γράψω κάποια στιγμή ένα μυθιστόρημα που ο πρωταγωνιστής θα σώζεται από την πρωταγωνίστρια”.

“Κάτσε ρε Δήμητρα,” είπα εγώ, “θύμισέ μου, πόσες φορές ο βρικόλακας πρίγκιπας Λούσιους έχει σώσει την Ωρώρα σου από θανάσιμους κινδύνους όπως σπάσιμο νυχιών;”

“Δεν είναι το ίδιο,” είπε εκείνη μουτρωμένη, “μιλάμε για κάποιον που έχει πλήρως αναπτυγμένες τις βαμπυρικές (ναι, με βαμπυρικές με υ) δυνάμεις του και έχει ορκιστεί να προστατεύει την Εκλεκτή, μέχρι τουλάχιστον εκείνη να ξεκλειδώσει τα χαρίσματα που της κληροδότησε η νεράιδα μητέρα της. Και, επειδή ποτέ δε θυμάσαι λεπτομέρειες, το νύχι είχε βαφτεί με δηλητηριώδες βερνίκι!”

“Ναι, τεράστια διαφορά,” είπα ειρωνικά.

“Για λέγε μου,” ανταπάντησε, “ο μοναχικός συγγραφέας ήρωάς σου ποια φαντασίωσή σου κουτούπωσε σε αυτό το κεφάλαιο;”

“Ρε παιδιά,” μπήκε στη μέση ο Αργύρης, “μην αρχίσουμε τώρα να μαλώνουμε…”

“Ναι,” συμφώνησε η Αλεξάνδρα, “μην ξεχνάτε τον κανόνα της λέσχης μας: κανένας δεν κατακρίνει τον άλλο για το έργο του”.

Ο Τάσος μας κοίταζε δειλά πίσω από τον υπολογιστή του, σαν φαντάρος πίσω από τα χαρακώματα. “Μ-μήπως λόγω της η-ημέρα-ας ν-να γράφαμ-με τρ-τρομαχτικές ιστορίες;”

“Τρομερή ιδέα! Θέλω τόσο πολύ να γράψω μια ιστορία φαντασμάτων”.

“Ελάτε Αργύρη και Τάσο,” τους είπα, “ας κάτσουμε μπας και τελειώσουμε τα έργα που δουλεύουμε τόσο καιρό!”

“Ναι,” συμφώνησε η Δήμητρα, “είμαι τόσο κοντά στο τέλος του πρώτου βιβλίου της πενταλογίας μου.” Προς τιμή μου δεν της είπα ότι, αν τα έγραφε απευθείας σε υπολογιστή, τώρα θα ήταν στο τελευταίο βιβλίο της.

“Ναι,” συμφώνησε και η Μάντω, “και εγώ δε τα μπορώ καθόλου όλα τούτα τα δρακουλιάρικα.”

Συγκεντρωθήκαμε όλοι μας στα γραπτά μας, τουλάχιστον για δεκαπέντε λεπτά, μέχρι που η Μάντω, διακριτικά, σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα. Κανείς δεν το πρόσεξε. Παραδόξως είχαμε όλοι μας μπει στη “ζώνη” και, για πρώτη φορά μετά από έξι μήνες, οι λέξεις χόρευαν σα μπαλέτο στις άκρες των δακτύλων μας. Πρέπει να είχε περάσει τουλάχιστον άλλο ένα μισάωρο όταν ο Αργύρης μας διέκοψε.

“Ρε παιδιά, πού χάθηκε η Μάντω;”

Κοιταχτήκαμε απορημένοι, πρώτα αναμεταξύ μας και μετά, ένα προς ένα, τα βλέμματα στράφηκαν προς την άδεια θέση που μέχρι πριν λίγο καταλάμβανε η συν-συγγραφέας μας.

“Πάω να δω αν είναι καλά,” είπε η Αλεξάνδρα και πήγε βιαστικά (σέρνοντας πίσω το φόρεμά της) μέχρι τις τουαλέτες. Μπήκε μέσα και την περιμέναμε να βγει από στιγμή σε στιγμή, τα λεπτά όμως περνούσαν και ούτε κι αυτή έδινε σημεία ζωής.

“Σαν πολύ δεν αργεί;” έκανε ανήσυχα η Δήμητρα. Σηκώθηκε να πάει να δει αν οι δύο άλλες γυναίκες ήταν καλά, αλλά μετά δίστασε και πισωπάτησε.

“Αργύρη,” ρώτησε δειλά, “θες να πάμε να δούμε αν είναι καλά τα κορίτσια;”

Ο Αργύρης σιγά μην δίσταζε. Σηκώθηκε βιαστικός, ίσιωσε καλτσόν, φούστα και φτερά και την ακολούθησε πρόθυμα. Η πόρτα άνοιξε, έκλεισε πίσω τους και, όπως και οι προηγούμενοι τους, δεν ξαναβγήκαν.

Θα το ομολογήσω, μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευα ότι το υπερφυσικό ήταν κάτι που υπήρχε στα μυθιστορήματα της Δήμητρας και του Τάσου και στα άρλεκιν με βαμπίρ που είχε αρχίσει να καταβροχθίζει λαίμαργα η Αλεξάνδρα, βλέποντας όμως την πόρτα της τουαλέτας να παραμένει κλειστή άρχισα να αναθεωρώ τις απόψεις μου αυτές.

“Τάσο,” έκανα, “σαν πολύ δεν αργούν;”

“Ν-ναι,” έκανε εκείνος. Η νευρικότητα ανάβλυζε από πάνω του σαν γάργαρο νερό από πηγή.

“Μήπως να πηγαίναμε να δούμε αν είναι καλά;”

Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και σηκώθηκε.

Πήρα μία βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να μπω εκεί που κάθε άντρας τρέμει: σε μία γυναικεία τουαλέτα. Στο δρόμο προς τα εκεί μία ιδέα μου κατέβηκε στο μυαλό. Ήταν τόσες και τόσες φορές που είχα εκφράσει τη δυσπιστία μου για το υπερφυσικό που ήμουν σίγουρος ότι όλο αυτό ήταν μία καλοστημένη φάρσα, ότι θα έμπαινα και θα μου την έπεφτε ο Αργύρης με κάποια στολή τέρατος βγαλμένη από ταινία τρόμου του ’60.

Προετοιμασμένος λοιπόν για κάτι τέτοιο μπήκα στο μυθικό άβατο, όπου οι γυναίκες πάνε για να φρεσκαριστούν, για να ανακαλύψω ότι ήταν εντελώς διαφορετικό από το δωμάτιο με τα λευκά πλακάκια που χρησιμοποιούμε οι άντρες. Πολύ διαφορετικό.

Γιατί δεν περίμενα μπω σε ένα απέραντο λούνα παρκ βγαλμένο από ταινία του Τιμ Μπάρτον…

Πρώτη μου αντίδραση ήταν να γυρίσω και να βγω από την πόρτα που μπήκα, στη θέση της όμως βρήκα μόνο αέρα. Δεύτερη, να μιλήσω στον Τάσο, που όμως ήταν άφαντος. Ήμουν σίγουρος ότι, όταν άνοιξα την πόρτα παραλυμένος από τη νευρικότητα και μπούκαρα μέσα, αυτός δε με ακολούθησε.

“Δε γαμιέται,” είπα νευριασμένος και άρχισα να περιδιαβαίνω στο μυστηριώδες αυτό τσίρκο. Ένα μόνιμο μπλε φως κάλυπτε τα πάντα, σαν κακόγουστο φίλτρο του instagram, σπάζοντας σε λίγα μόνο σημεία από τις τεκνικολόρ ατραξιόν του πανηγυριού. Όμως δεν πρόσεχα ούτε το σκιώδες πλήθος που το περιδιάβαινε ούτε και τους προχειροστημένους, σα φτηνό σκηνικό, πάγκους. Μόνη μου έγνοια ήταν να βρω πού είχε εξαφανιστεί η Μάντω, η Αλεξάνδρα, η Δήμητρα. Και ο Αργύρης.

Τα βήματα σχεδόν με οδήγησαν στο σπίτι με τους καθρέφτες και μου ήταν αδύνατο να μην το προσέξω, έτσι λεπτομερές όπως ήταν ανάμεσα στα υποτυπώδη κτήρια γύρω του. Μπήκα μέσα από την πόρτα – ήταν ξύλινη με κόκκινα λαμπιόνια να περιβάλλουν την κάσα της – και είδα χιλιάδες φορές τον εαυτό μου να μπαίνει μέσα στο κτήριο. Βέβαια, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο θέαμα που αντίκρισα εκεί μέσα. Μπροστά μου στεκόταν η Μάντω, με ένα πανάκριβο κόκκινο φόρεμα, ρετουσαρισμένη από άπειρα περάσματα photoshop (θα ορκιζόμουν μπορούσα να δω στο δέρμα της το blur) έβλεπε το είδωλό της και το χειροκροτούσε περιχαρής. Και γύρω της εκατομμύρια Μάντες χειροκροτούσαν περιχαρείς την μπεστσελερίστρια ίνδαλμα τους.

Ω θεοί! σκέφτηκα όταν πρόσεξα ότι οι υπόλοιποι δεν ήταν μαζί της. Πρέπει να βρω και τους άλλους, αποφάσισα και, σαν τσιτάτο του Κοέλιο, ένα πόμολο ξεχώρισε πάνω σε έναν καθρέφτη. Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα σε μία σκοτεινή κρεβατοκάμαρα.

Δεν ξέρω αν για το σκοτάδι ευθυνόταν o πολυέλαιος με τα μισοσβησμένα κεριά στο ταβάνι, το τεράστιο κρεβάτι με οροφή στο κέντρο του ή τα δεκάδες βελούδινα υφάσματα που κάλυπταν κάθε τετραγωνικό εκατοστό του. Στο κέντρο του, δεμένη χειροπόδαρα με μεταξένια μαντήλια η Αλεξάνδρα, πιο λαχταριστή από ποτέ. Φορούσε ακόμα τον βαμπιρικό της κορσέ, θα ορκιζόμουν όμως ότι το ντεκολτέ της είχε μεγαλώσει κατά δύο τουλάχιστον νούμερα. Και, δεν ξέρω αν ήταν η ξαφνική διέγερση που μου έβγαλε τον ιπποτισμό ή είχα απλά φρικάρει με τα όσα έβλεπα σε αυτό το τρελό μέρος, αλλά ευθύς πήδηξα πάνω στο κρεβάτι και προσπάθησα να τη λύσω.

Όσο έσκυβα από πάνω της η μακρινή μουσική από τσίρκο έσβηνε και την άκουγα καθαρά ότι βαριανάσαινε και βογκούσε εκστασιασμένη. Το κορμί της έκαιγε σαν αναμμένη σόμπα και, καθώς προσπαθούσα να λύσω το μαντήλι που κρατούσε ακίνητο το χέρι της, την άκουσα να λέει “Όχι, μη με λύνεις, πάρε με όπως είμαι”.

Προσπάθησα να την αγνοήσω, όμως το στόμα της τινάχτηκε και δάγκωσε το αυτί μου, στέλνοντας κύματα πόνου και ευχαρίστησης στο υπόλοιπο κορμί μου. Το κορμί μου αντέδρασε καθώς η γλώσσα της έπαιζε στην άκρη του λοβού μου και, πριν το μυαλό μου με σταματήσει, βύθισα το κεφάλι μου ανάμεσα στα υπέροχα στήθη της, φιλώντας, γλείφοντας και πιπιλίζοντάς τα. Ένιωθα τα δόντια μου να με πιέζουν, καθώς οι κυνόδοντές μου επιμηκύνονταν και αναγκάστηκα να ανοίξω το στόμα μου. Η Αλεξάνδρα, από κάτω μου, έβγαλε ένα μακρόσυρτο βογκητό καθώς ο επιμηκυσμένος κυνόδοντας χάιδεψε το δέρμα της.

Τι διάολο! έκανα και κατέπνιξα την επιθυμία μου να δαγκώσω την λαχταριστή της σάρκα. Οι κυνόδοντές μου ζάρωσαν πάλι στο κανονικό τους μέγεθος και η μουσική του λούνα παρκ υπερίσχυσε των παλμών της καρδιάς μου.

“Τι;” έκανε απογοητευμένη η Αλεξάνδρα και ευθύς αμέσως ένιωσα ένα βαρύ χέρι να με σβερκιάζει.

“Άστο αγοράκι,” είπε ο βαρύς, μαγκιόρης αδερφός Κάλλεν στο αυτί μου, “θα σου δείξω εγώ πώς δαγκώνουνε οι άντρες”.

Με τίναξε από το κρεβάτι με την ευκολία που θα τίναζε και τις χάντρες από το κομπολόι του και έπεσε με φόρα πάνω στην Αλεξάνδρα, που βογκούσε σαν τρελή από πόθο και ηδονή. Αηδιασμένος με το βαμπιρικό σοφτ πορνό που έβλεπα στο μισοσκόταδο πισωπάτησα και πέρασα στο επόμενο δωμάτιο.

Εδώ η μουσική του τσίρκου άλλαξε σε μία μιούζακ εκδοχή του Barbie girl των Aqua. Το δωμάτιο ήταν βαμμένο ροζ και ήταν γεμάτο με κούκλες, κουκλόσπιτα και γκλίττερ. Στο κέντρο του, ο Αργύρης φορούσε ένα ροζ κοριτσίστικο φόρεμα και έπαιζε με τις κούκλες του. Για μια στιγμή σκέφτηκα να τον συνεφέρω, όμως θυμήθηκα την αντίδραση της Αλεξάνδρας, πρόσεξα και το γαλήνιο βλέμμα του και απλά προχώρησα στο επόμενο δωμάτιο.

Αν το δωμάτιο της Αλεξάνδρας ήταν μία φορά βιτσιόζικο, αυτό στο οποίο μπήκα ήταν βγαλμένο από τα υγρά όνειρα ενός μισογύνη του ίντερνετ. Ήταν ένας μακρόστενος διάδρομος και στα αριστερά και στα δεξιά του είχε γυάλινες βιτρίνες. Πίσω τους στοιβάζονταν δεκάδες γυμνά γυναικεία σώματα, που τρίβονταν στο γυαλί και με παρακάλαγαν να ζευγαρώσω μαζί τους. Και, όταν πια μπόρεσα να τραβήξω το βλέμμα μου στα πρόσωπά τους πρόσεξα, με έκπληξη, ότι πίσω από τα προσωπεία ακόρεστης ηδονής αναγνώριζα γυναίκες που ήξερα. Να η κοπέλα που έβλεπα συχνά-πυκνά κάποια πρωινά στο λεωφορείο. Εκεί η φιλόλογος που είχα στο γυμνάσιο, για πάρτη της οποίας λέρωνα σχεδόν κάθε βράδυ τα σεντόνια μου. Παραδίπλα η σεμνή και αμόλυντη συμφοιτήτρια που ήθελα να διακορεύσω με πάθος. Παραπέρα η γλυκούλα μπαρίστα που μου έφτιαχνε κάθε πρωί καφέ, καθώς πήγαινα στη δουλειά μου. Απέναντί της η νεαρή μαθητευόμενη με την αδιάφορη φάτσα και το λαχταριστό πισινό.

Ω ρε φίλε, συνειδητοποίησα, εδώ είναι μαζεμένες όλες οι γυναίκες που ήθελα στη ζωή μου. Και λείπουν όλες αυτές που κατάφερα και πήδηξα.

Όλες μου οι φαντασιώσεις.

Και ξαφνικά το κατάλαβα: η Μάντω και η φαντασίωσή της να κάνει μπεστ σέλερ γυναικείας λογοτεχνίας. Η Αλεξάνδρα, που ήθελε ένα αρσενικό-αρπαχτικό να την κάνει δικιά του. Ο Αργύρης που – κάπου μετάνιωσα για όλες τις φορές που τον είχα πει αδερφάρα, η φαντασίωσή του ήταν τόσο αθώα και αγνή που ξαφνικά του συγχώρεσα όλες του τις ιδιοτροπίες.

Και τώρα στεκόμουν στη δική μου φαντασίωση και, μα τα καλαμπαλίκια του Δία, δεν ήξερα ότι ήμουν τόσο γαμησέτα.

ΟΚ, πάω πάσο. Η φαντασίωσή μου είναι όλες οι γυναίκες που ήθελα στη ζωή μου, όλα μου τα απωθημένα, να αποζητούν να σβήσω τον πόθο τους με τα υγρά μου. ΟΚ, φυσιολογικό κατά μία έννοια ,αλλά… γιατί να είναι πίσω από ένα τζάμι και να μου τριβ-

Ξαφνικά ήξερα για όλες εκείνες τις σχέσεις που τέλειωσαν άδοξα, για τα ραντεβού που έμειναν στη μέση, για το λόγο που με τη Δήμητρα πάντα το timing έμοιαζε λάθος. Όταν θα έβγαινα από εδώ μέσα θα πήγαινα σε έναν καλό ψυχίατρο…

Η Δήμητρα, συνειδητοποίησα, και τότε οι τζαμαρίες γύρω μου θάμπωσαν από τις ανάσες των δεκάδων γυναικών. Στο βάθος του διαδρόμου ξεπρόβαλε η Δήμητρα, ντυμένη με ένα αρχοντικό μαύρο φόρεμα και δεμένη με αλυσίδες μαύρες σα τη νυχτιά.

Την είδα και η καρδιά μου σταμάτησε.

Είναι το τελικό κορίτσι, είπε ο Φρόυντ μέσα μου, το ξέρεις, όταν πια θα γίνει δική σου, Game Over Μαν.

Και, ειλικρινά, εκείνη τη στιγμή δε με πολυένοιαζε.

“Βοήθεια,” μούγκριζε η Δήμητρα, ενώ κεραυνοί έσχιζαν το νυχτερινό ουρανό. Ξαφνικά, από τον bdsm διάδρομο είχαμε μεταφερθεί στην κορυφή ενός γοτθικού πύργου. Έτρεξα προς το μέρος της, όμως μία σκιά ήταν πιο γρήγορη από εμένα. Με έναν σάλτο βγαλεμένο από ταινία anime η μαυροφορεμένη μορφή με την κάπα εμφανίστηκε δίπλα στη Δήμητρα.

“Εγώ θα σε απελευθερώσω, σκοτεινή πριγκίπισσα μου,” είπε και θα ορκιζόμουν ότι η φωνή του είχε το έκο από το μικρόφωνο πανηγυριώτη τραγουδιστή. Και, μπορεί να έλειπε το τραύλισμα, ήταν όμως σίγουρα η φωνή του Τάσου.

“Σκοτεινέ μου Πρίγκιπα,” αναφώνησε η Δήμητρα και τα μάτια της φώτισαν, όμως εγώ δε θα άφηνα τον κάθε Λεστάτ από τα Λιντλ να μου φάει τη γκόμενα. Τι κι αν φαίνεται να μοιράζονταν την ίδια φαντασίωση, τι κι αν φαίνονταν τόσο ταιριαστοί με φόντο τον γοτθικό ουρανό, εγώ τη Δήμητρα θα την έτρωγα ο κόσμος να χαλάσει!

“Ώπα μάγκα,” μπήκα στη μέση, “πώς την είδες; Στα δύσκολα μας παρατάς μόνους με τα τσίρκουλα και μετά σκας από το πουθενά και χώνεσαι στο γκομενάκι;”

“Πώς μιλάς έτσι, αχρείε τύπε. Η Σκοτεινή Πριγκίπισσα μου δεν είναι γκομενάκι. Είναι μία υπέροχη και μοναδική ύπαρξη.”

“Τι μοναδική ύπαρξη, που όταν μπήκε τελευταία φορά στο τοπ μαν, μία τύπισσα ήθελε να τη δοκιμάσει γιατί την πέρασε για γκόθικ τσόκαρο!”

Το βλέμμα της αλυσοδεμένης Δήμητρας άστραψε, βρόντηξε και ύστερα έλιωσε σαν πρωινή πάχνη.

“Πώς τολμάς!” αναφώνησε όλο θεατρική αγανάκτηση ο Τάσος, αλλά το βλέμμα του συνάντησε το ερωτοχτυπημένο βλέμμα της Δήμητρας και το ακολούθησε ίσα με εμένα και η ήττα έκατσε στους μαυροφορεμένους του ώμους σαν κουρνιαχτός από πυρηνικό μανιτάρι.

“Όχι!” είπε, “όχι! Εγώ το έκανα το ξόρκι για να σας ξεφορτωθώ και για να είμαι με την Πριγκίπισσά μου. Να τη σώσω από τη φυλακή της και να είμαστε για πάντα ευτυχισμένοι. Κι εσύ, μιαρό κτήνος, εσύ πας να μου την πάρεις.”

Για μια στιγμή η έμφυτη Ελληνική μουνοδουλία μου πήγε να πάρει τον έλεγχο και να αρχίσουμε να σπρωχνόμαστε σαν πανκ κοκκόροι σε μόσπιτ, όμως δεν μπόρεσα να αγνοήσω κάτι που του ξέφυγε. “Ποιο ξόρκι λες ρε Χάλι Πόττερ;”

“Ναι, ποιο ξόρκι, Τάσο;” ρώτησε η Δήμητρα, που φαίνεται ότι αποτίναξε από πάνω της τα δεσμά του μυστηριώδη αυτού κόσμου που είχαμε βρεθεί και επέστρεψε στον φανταστικό κόσμο στον οποία κατοικούσε συνήθως.

“Εγώ τ-το ε-έκανα γ-γιατί σ-σε αγ-αγ-αγαπάω,” κλαψούρισε εκείνος.

“Κάτσε! Θες να πεις ότι με παγίδεψες σε έναν εφιάλτη για να με κάνεις δική σου,” είπε φρικαρισμένη η Δήμητρα. “Δεν είσαι ο Σκοτεινός μου Πρίγκιπας. Αυτά να τα κάνεις σε καμία Αλεξάνδρα, ξέρω ‘γώ!”

Πήγα να πω κάτι για το πόσο φεμινίστρια μπορεί να είναι μία γοτθική πριγκίπισσα σε αλυσίδες, αλλά η Δήμητρα με πρόλαβε. “Γιατί δεν μπορείς να αποδεχτείς ότι σε βλέπω απλά σα φίλο.”

Άραγε τον βρικόλακα φιλενάδα τον φωνάζουνε καλημεράκια; αναρρωτήθηκα.

Ο ουρανός σκίστηκε στα δύο από μία αστραπή και η βροντή που την ακολούθησε κάλυψε τον ήχο της καρδιάς του Τάσου που θρυμματιζόταν σε χίλια κομμάτια. Βαθιά μέσα μου τον λυπήθηκα με τον τρόπο που μόνο ένας άντρας μπορεί να λυπηθεί τον αντίζηλό του: Πάρτα, μαλάκα, είπε ο Αυστραλοπίθηκας μέσα μου ανακουφισμένος που δεν ήμουν στη θέση του.

Μαζί με την καρδιά όμως του Τάσου έσπασε και η παραίσθηση που είχε πλέξει γύρω μας. Έτσι καταλήξαμε όλοι μας τσουβαλιασμένοι στα λευκά πλακάκια του δαπέδου των γυναικείων τουαλετών.

“Τι έγινε ρε παιδιά;” ρώτησε ο Αργύρης, παραζαλισμένος, όμως ο Τάσος συνήλθε πιο γρήγορα από όλους μας.

“Δεν είναι αργά,” αναφώνησε, τράβηξε το μικρό δερματόδετο τετράδιό του από την τσέπη και το έψαξε βιαστικά. “Μπορώ πάντα να ξανακάνω το ξόρκι.” Η δύναμη της απελπισίας είχε κάνει το ψεύδισμά του να εξαφανιστεί. Το βλέμμα του έτρεψε στις γραμμές του τετραδίου του και άρχισε να απαγγέλει κάτι ασυνάρτητους φθόγγους.

“Όχι πάλι αυτά τα χόκους πόκους,” αναφώνησα με την αγανάκτηση ενός ολόκληρου γηπέδου μετά από ανύπαρκτο οφσάιντ, όρμισα και άρπαξα το τετράδιό του.

“Όχι!” αναφώνησε εκείνος. “Αν δεν ολοκληρώσω το ξ-ξόρκι θα απελ-λευθερ-ρ-ρωθ-θούν δυ-δυνάμεις που δ-δεν ελέγχονται.”

“Σιγά ρε Γκαντ-” είπα ειρωνικά, αλλά μου βγήκε ξινή. Γιατί, από το πουθενά, τα φώτα τρεμόπαιξαν, ένας βρυχηθμός διαπέρασε το πάτωμα και, άξαφνα, μαύρα πλοκάμια τινάχτηκαν από τη λεκάνη μίας τουαλέτας και άρπαξαν τον Τάσο. Εκείνος ούρλιαξε τρομοκρατημένος και μαζί του ουρλιάξαμε και οι υπόλοιποι και τα δικά μας ουρλιαχτά δεν σταμάτησαν ούτε όσο τα πλοκάμια τον έσερναν κοντά τους ούτε καν όταν τον τράβηξαν με δύναμη μέσα στη λεκάνη, ούτε καν όταν διαπιστώσαμε ότι το στόμιο ήταν υπερβολικά στενό για να καταπιεί ολόκληρο το κορμί του.


Τις επόμενες εβδομάδες είχαμε σχεδόν ξεχάσει τα όσα έγιναν εκείνο το βράδυ. Τους επόμενους μήνες η θέση του Τάσου, στη γωνία του, παρέμενε κενή. Και σταδιακά έσβησε και η παρουσία του από τις μνήμες όλων μας, εκτός βέβαια από τη δική μου, πιθανότατα επειδή κράτησα το τετράδιο με τα ξόρκια του.

Με τη Δήμητρα τα πράγματα κουτσοπροχωράνε, αν και για κάθε δύο βήματα που κάνουμε εμπρός κάνουμε και ένα πίσω. Ίσως δε θέλω να φτάσω στην τελική πίστα, ίσως να μην είναι καν η τελική πίστα, ίσως και να μην ταιριάζουμε, ίσως τελικά να είμαι τόσο φαλλοκράτικο γουρούνι όσο με αποκαλεί εκείνη συχνά-πυκνά. Δεν είναι λίγες οι φορές που σκέφτομαι να χρησιμοποιήσω το ξόρκι του Τάσου για να ξαναπαγιδευτούμε στις φαντασιώσεις μας μήπως και τελικά ενδώσει.

Αλλά δεν το κάνω. Δεν ξέρω τι θα συναντήσω μέσα μου.

Σχολιάστε ελεύθερα