
Scream

Σαν χθες, πριν δύο χρόνια (30 Αυγούστου 2015), κοιμήθηκε για πάντα ένας από τους αγαπημένους μας δημιουργούς εφιαλτών, ο Wes Craven. Το παρακάτω κείμενο διαβάστηκε στο αφιέρωμα που του έγινε για το Reflections at Death Disco.
Σήμερα θα σας μιλήσω για μία σειρά ταινίων που σκηνοθέτησε ο Wes Craven και που, η πρωτοφανής επιτυχία τους, άλλαξε για πάντα τις ταινίες τρόμου και γέμισε τους κινηματογράφους με δεκάδες αντιγραφές. Μιλάω φυσικά για τα Scream.
Βέβαια, το να πει κανείς ότι τα Scream είναι πνευματικά παιδιά του Craven ίσως θα ήταν λάθος. Την πατρότητα των ταινιών την δικαιούται μάλλον ο Kevin Williamson, σεναριογράφος των επιτυχημένων σειρών Dawson’s Creek, γνωστό και ως “Νεανικές ανησυχίες” για όσους έβλεπαν Mega Κυριακή μεσημέρι και “Vampire Diaries” γνωστό και ως “Τουάιλαιτ: η σειρά”.
O Williamson λοιπόν, κάπου το 1994, έγραψε ένα σενάριο-φόρο τιμής στις ταινίες slasher της δεκαετίας του 80, που το ονόμασε Scary Movie. Σε αυτό παρωδούσε τα κλισέ, έχοντας ένα μάτσο πρωτοχιπστεράδες μαθητές λυκείου να σχολιάζουν το πώς οι φριχτοί φόνοι που συμβαίνουν στην πόλη τους ακολουθούν ή όχι κανόνες τρόμου.
Αλλά και gore που θα το ζήλευε κάθε ταινία slasher. Αν έχετε κι εσείς σιχαθεί τις εμετικά αυτοαναφορικές ταινίες τρόμου, τώρα ξέρετε ποιος φταίει για όλα αυτά.
Το σενάριο αγοράστηκε απο την Dimension, την εταιρεία που έβγαλε όλα εκείνα τα κακά σήκουελ ταινιών τρόμου που αγαπήσαμε – και το Κοράκι. Εκείνο που έκανε όμως τη διαφορά είναι ότι η Drew Barrymore διάβασε το σενάριο, της άρεσε και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με μία γνωστή ηθοποιό για πρωταγωνίστρια, ο Wes Craven δέχτηκε να σκηνοθετήσει την ταινία και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Μια μικρή εξομολόγηση: το Scream ήταν η πρώτη ταινία τρόμου που είδα, μία Κυριακή βράδυ στο Star κάπου το 1997. Είχα σχεδόν ξεχάσει τι γινόταν, θυμόμουν μία-δυο σκηνές που με είχαν τρομάξει και πόσο έξυπνες είχα βρει τις αυτοαναφορικές ατάκες – αχχ και να ξέρα… μέχρι που, από περιέργεια, ξαναείδα την ταινία πριν μία εβδομάδα (από τότε που διαβάστηκε, Σεπτέμβριο του 2015) για αυτό το αφιέρωμα.
Και διάολε, το Scream ήταν μία καταπληκτική ταινία τρόμου.
Η ταινία ξεκινάει απλά: η Drew Barrymore (που τελικά δεν μπόρεσε να πρωταγωνιστήσει γιατί είχε προβλήματα με το πρόγραμμα των γυρισμάτων) είναι μόνη στο σπίτι όταν λαμβάνει ένα λάθος τηλέφωνο. Ο επίμονος άγνωστος την ρωτάει όλο και πιο πολλές ερωτήσεις, φλερτάρει μαζί της, και την τρομάζει. Κάτι το απλό και φυσιολογικό, κάτι που μπορεί να τύχει στον κάθε έναν. Και φτάνουμε στην ερώτηση: Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου; Ε, μετά αρχίζει το μακελειό.
Δε θέλω να πω περισσότερα για την πλοκή, οι πιο πολλοί την ξέρετε ήδη και οι υπόλοιποι να τη δείτε! Έχουμε την πρωταγωνίστρια, την Sidney Prescott (την παίζει η Neeve Cambel) που συγκλονίζεται από τα φονικά, μιας και ακόμα δεν έχει ξεπεράσει τον βίαιο φόνο της μητέρας της ακριβώς πριν έναν χρόνο (και όπως μαντεύετε ο φόνος αυτός είναι η βάση για όλη την αρχική τριλογία) και σύντομα ο δολοφόνος την καταδιώκει. Εκείνη υποπτεύεται τους πάντες, τον περίεργο geek που λέει για τους κανόνες ταινιών τρόμου, τον φίλο της και η ταινία πάντα σου δίνει λόγους και άλοθι για να μην ξέρεις ποιον να επμπιστευτείς. Από την άλλη έχουμε την σκύλα ρεπόρτερ Gale Weathers (η Courtney Cox από τα φιλαράκια) η οποία βλέπει στους φόνους ένα πιθανό best seller.
Αν δεν πιστεύετε ότι ο Craven είναι μάστερ στον τρόμο, αυτή η ταινία θα σας πείσει. Έχει μία απίστευτα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, μία άισθηση απειλής πλανάται συνεχώς και, ακόμα και τα μπου που κάνει ο δολοφόνος, είναι προσεχτικά στημένα. Η ένταση δε σταματάει στιγμή και όλα μοιάζουν με απειλή. Το περίφημο κουστούμι του δολοφόνου ήταν προσωπική επιλογή του Craven – Aν στον Williamson χρωστάμε την πατρότητα και την έξυπνη ιδέα του σεναρίου, στον Craven χρωστάμε την ιδιοφυιή υλοποίηση.
Δεν είναι τυχαίο που η ταινία άνοιξε στα τέλη του 1995 με εξαιρετικά χαμηλές εισπράξεις, για να γίνει, λόγω της φήμης που απέκτησε από όσους την είδαν, μία τεράστια εμπορική επιτυχία.
Το 1997 κυκλοφόρησε το Scream 2 με επίσης μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Εδώ ακολουθούμε τις ζωές όσων επέζησαν στην πρώτη ταινία και τις πληγές που κουβαλάνε, σωματικές και πνευματικές. Οι φόνοι της πρώτης ταινίας έγιναν πετυχημένο βιβλίο και ταινία slasher με τίτλο Stab.
Ένα ζευγάρι μαύρων πηγαίνει να δει την ταινία, σχολιάζοντας ότι τα σλάσερ είναι ταινίες για λευκούς, για να δολοφονηθούν σε μία συγκλονιστική αρχική σκηνή που μάλλον είναι φόρος τιμής στο “Demons” του Lamberto Bava. H ταινία δεν χάνει ευκαιρία να κοροιδέψει τα κλισέ των ταινιών Slasher, αυτόν με τον μανιακό δολοφόνο που σκοτώνει τα θύματα το ένα μετά το άλλο. Οι φόνοι ακολουθούνται και από άλλους, στο κολέγιο που φοιτά η Sidney, και σύντομα αντιλαμβάνεται πως ο δολοφόνος την ξανακυνηγά για να τελειώσει αυτό που άρχισε.
Βέβαια, δε μιλάμε για ένα τυπικό Slasher που ο κακός ανασταίνεται
Σε όλα (μα όλα) τα Scream ο Ghostface είναι ανθρωπος, και μάλιστα τρώει άπειρο ξύλο, πέφτει αναίσθητος, τραυματίζεται και, πάντα μα πάντα, καταλήγει με μία σφαίρα στο κεφάλι. “Γγια να είμαστε σίγουροι ότι δε θα ξαναπηδήξει σε ένα τελευταίο jumpscare.”
Αλλά και οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι πολύ ανθρώπινοι, νοιάζεσαι για αυτούς. Ήδη από το πρώτο Scream πρόσεχει κανείς πόσο αντιστέκονταν τα θύματα, πόσο πάλευαν για να επιβιώσουν – ποτέ μα ποτέ δεν ήταν ηλίθιες ξανθιές με μόνη προσωπικότητα ένα ζευγάρι βυζιά που θα πέθαιναν στα ξαφνικά. Στο Scream 2 όμως υπάρχουν μερικές καταπληκτικές σκηνές, όπως εκεί που ο φίλος της Sidney της τραγουδάει στην καφετέρια που απλά πονάς όταν οι χαρακτήρες υποφέρουν.
Η ατμόσφαιρα στη δεύτερη ταινία δεν είναι τόσο αποπνικτηκή όπως στην πρώτη. Αντίθετα, έχουμε περισσότερο το αστυνομικό μυστήριο του ποιος είναι ο δολοφόνος, μέχρι και καταδίωξη με αμάξι υπάρχει. Και πάλι ο Craven χτίζει μαεστρικά τις σκηνές τρόμου, αν και δεν είναι τόσο τρομαχτική όσο η πρώτη, θυμίζει περισσότερο ιταλικό Giallo παρά αμερικάνικο slasher.
Στο scream 3 του 2000 οι επιζώντες καταλήγουν στα γυρίσματα του Stab 3, οπου ο δολοφόνος σκοτώνει τα μέλη του καστ.
Εδώ το σενάριο δεν το έγραψε ο Williamson. Πιθανότατα αυτό παίζει μεγάλο ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Το Scream 3 είναι μαεστρικά σκηνοθετημένη ταινία, αλλά είναι τόσο μπλεγμένη στο whodunnit κομμάρι, η πλοκή δύσκολα βγάζει νόημα και αρκετοί φόνοι είναι αδιάφοροι. Σε κάποιο σημείο ένιωθα ότι έβλεπα την ταινία εκείνη που τα Scream παρωδούσαν.
Ο Williamson με τον Craven ξαναδούλεψαν μαζί στην ταινία με λυκανθρώπους που λεγόταν Cursed, αλλά δε νομίζω ότι ήταν τίποτα αξιόλογο. Το 2011 όμως κυκλοφόρησε το Scream 4, που έμελε να είναι η τελευταία ταινία του Craven.
Φυσικά θα σκεφτείτε ότι όσο τα νούμερα μεγαλώνουν η ταινία γίνεται όλο και χειρότερη. Και φυσικά ΚΑΝΕΤΕ ΛΑΘΟΣ.
Γιατί το Scream 4 είναι μία εξαιρετική ταινία.
Οι επιζώντες επιστρέφουν στην πόλη από όπου ξεκίνησαν όλα, για να δούμε μία σειρά από νέους φόνους, καθώς τηλεοπτικές σταρ αυτής της γενιάς δολοφονούνται άγρια η μία μετά την άλλη. Αλλά εδώ οι φόνοι είναι ξανά εφευρετικοί και χτίζονται υπέροχα. Όλα δείχνουν ότι η ταινία είναι κάτι μεταξύ sequel και remake, ειδικά όταν πρωταγωνιστικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι η ανειψιά της Sidney.
Στα πλην, το meta humor έχει πλέον γίνει μανιέρα στον τρόμο και η ταινία καταλήγει πολλές φορές να παρωδεί το κτήνος του meta που δημιούργησε. Επίσης, χανει αρκετά στον τρόμο (σκεφτείτε απλά ότι η Sydney παίζει να έχει ξεπεράσει τον εκάστοτε Ghostface σε bodycount και τον δέρνει για πλάκα έχοντας πάρει παραπάνω level). Αλλά το τέλος είναι απλά καταπληκτικό και σώζει την ταινία.
Υπάρχει και μία σειρά, που είναι reboot της πρώτης ταινίας, αλλά δεν την είχα δει όταν γράφτηκε το κείμενο και που ακόμα δεν την έχω πιάσει.
Τέλος, κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση είναι πως, σε αντίθεση με τα περισσότερα slasher, εδώ οι φόνοι δεν είχαν τίποτα το σεξουαλικό. Συχνά ο δολοφόνος κάνει ότι κάνει λόγω σεξουαλικής συγχυσης ή οι φόνοι είναι αφορμή για γυμνό (κάτι που πολλές φορές οι χαρακτήρες κοροϊδεύουν για τα stab) αλλά εδώ το μόνο σεξουαλικό στοιχείο που υπάρχει σε φόνο είναι ένα ζευγάρι ρόγες που ξεχωρίζουν σε ένα στενό πουλόβερ – και αυτό μάλλον κατά λάθος
Ανακεφαλαιώνοντας, τα scream ξεχωρίζουν από το σωρρό επειδή:
είναι παρωδία των κλισέ, ενώ ταυτόχρονα παραμένει καλή ταινία τρόμου
Έχουν υποδειγματική σκηνοθεσία
Έχουν ανθρώπινοι, καλογραμμένους χαρακτήρες
Οι φόνοι δεν είναι σεξουαλικοί (κάτι που κοροιδεύουν)
Ψοφάνε διάφορες αντιπαθητικές στάρλετ (Buffy, Sookie, Annie από Community, μαζορέτα από το Heroes)