
The Romantix V2.0

Αν δεν έχετε διαβάσει το πρώτο μέρος, βρίσκεται εδώ
1
Η Τζίνα μπήκε αργά στο σχολείο. Ήταν δεκαέξι χρόνων, μικρόσωμη, αδύνατη, με γλυκό προσωπάκι, μακριά καστανά μαλλιά και καστανά μάτια. Παρά τις υποχρεώσεις της ως τραγουδίστρια σε ροκ συγκρότημα, πρόεδρος του πενταμελούς και πολλά υποσχόμενη ζωγράφος, κατάφερνε να παραμένει η καλύτερη μαθήτρια της τάξης της.
Η Τάνια την υποδέχτηκε πρόσχαρη. Ήταν μια ψηλή κι αδύνατη κοκκινομάλλα με υπέροχα πράσινα μάτια και πήρσινγκ στα αυτιά, στη μύτη και το πάνω χείλος. Οι μπότες της χτυπούσαν με δύναμη στο πλακόστρωτο καθώς την πλησίασε και την αγκάλιασε, προσέχοντας να μη την τρυπήσει με τα καρφιά που φορούσε στα χέρια της.
“Πώς είσαι γλυκιά μου,” τη ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον.
“Καλά εσύ;” την ρώτησε χαμογελαστή η Τζίνα.
“Μια χαρά,” απάντησε εκείνη, “πώς σου φαίνεται το νέο μου κρικάκι;” ρώτησε, δείχνοντας τον κρίκο που κρεμόταν από την τρύπα στη μύτη της.
“Γαμώ είναι,” σχολίασε, “σου πάει τρελά. Μακάρι να με άφηναν κι εμένα οι δικοί μου να βάλω ένα.”
“Δεν το χρειάζεσαι μωρό μου, υπέροχη είσαι και έτσι,” σχολίασε ο Αναξίμανδρος που χωρίς άλλα λόγια την αγκάλιασε και την φίλησε τρυφερά στα χείλη.
“Θέλω να είμαι η ομορφότερη για εσένα γλύκα,” του απάντησε η Τζίνα, ενώ πιασμένοι χεράκι χεράκι κατευθύνονταν προς την τάξη τους. “Τα λέμε αργότερα Τάνια, ας πάμε για καφέ μετά την πρόβα” γύρισε και είπε στην κοπέλα, ενώ με το βλέμμα έλεγε ‘θα σε ξεσκίσω σήμερα, μετά την πρόβα.’ Άλλη μια ημέρα ξεκινούσε στην, αναρχοαυτόνομη πλέον, ιστορία της Τζίνας.
Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο λογικά στην ιστορία αυτή. Όταν η Συγγραφέας κυβερνούσε υπήρχε μια γενικότερη έλλειψη κάθε λογικής και μια σειρά από εξωφρενικές συμπτώσεις που υπήρχαν μόνο σε ερασιτεχνικά εφηβικά ρομάντζα (κάτι καθόλου παράδοξο αφού ως κάτι τέτοιο ξεκίνησε η ιστορία μας) και μόνο μετά τη γενναία επανάσταση της Τζίνας ο κόσμος απαλλάχτηκε οριστικά από την άκαρδη τύραννό του. Τώρα όμως τις εξελίξεις τις καθόριζε μόνο το σύνολο των χαρακτήρων της ιστορίας, από τους πρωταγωνιστές μέχρι και τους κομπάρσους που είχαν απλά μια γενική αναφορά στο κείμενο, όπως πχ “οι μαθητές”, “το πλήθος” ή “ένας μαλάκας”, απόδειξη της αρμονικότητας της δημοκρατίας, της μαθηματικής επαγωγής και της θεωρίας συνόλων, όπως θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ο Δημιουργός της ιστορίας (άλλο αν η δημιουργός της συγκεκριμένης μετά βίας ήξερε την προπαίδεια…)
Στο περιβάλλον αυτό ελευθερίας και ευημερίας, πρότυπο της οργάνωσης μιας αναρχίας, η Τζίνα αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την τάξη της και να κάτσει στο θρανίο της περιμένοντας να αρχίσει το μάθημα της κυρίας Κλάψα, της φιλολόγου. Δίπλα της ήρθε και έκατσε η Μαρία, η κάποτε κολλητή της, που όμως είχε ξεκόψει επειδή δεν ενέκρινε τη φιλία της με την Τάνια. Αντάλλαξαν μια ψυχρή ‘καλημέρα’ και περίμεναν το κουδούνι να χτυπήσει.
Στην προηγούμενη ενσάρκωση της ιστορίας η Μαρία είχε μπλέξει με τον Άλκη, έναν εξωσχολικό που αποδείχτηκε μεγαλέμπορος ναρκωτικών και αρχισυμμορίτης που την είχε βγάλει στο πεζοδρόμιο για να του αγοράζει τσιγάρα. Τελικά οι αντίπαλοι του Άλκη αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, αλλά η Μαρία μπήκε στη μέση και έφαγε μια σφαίρα στο δόξα πατρί που την έριξε σε κώμα. Μετά ο Άλκης μετανόησε, κάρφωσε τους συνεργούς του και έγινε ψαράς σε ένα ακριτικό νησί των Κυκλάδων. Όταν η ιστορία ξαναγράφτηκε, μετά το πέρας της επανάστασης, ο Άλκης έγινε σερβιτόρος στην αγαπημένη τους καφετέρια και οι Κυκλάδες απέκτησαν τη φυσική γεωγραφική τους θέση.
Το κουδούνι χτύπησε και η κυρία Κλάψα μπήκε χαμογελαστή στην αίθουσα. “Δε θα το πιστέψετε παιδιά, αλλά ο Σήφης μου έκανε πρόταση γάμου χθες,” είπε μόλις μπήκε και αντί να τους αναλύσει τα ταυροκαθάψια, όπως έλεγε η ύλη, άρχισε να τους περιγράφει το ραντεβού της και την ευτυχή κατάληξη που είχε. Κατά τη διάρκεια της διάλεξης η Τζίνα σημείωσε στο τετράδιο της με μεγάλα κόκκινα γράμματα: “ΟΤΑΝ ΞΑΝΑΠΛΑΘΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΘΥΜΙΣΟΥ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΛΥΕΙ ΤΑ ΓΚΟΜΕΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΑΘΗΜΑ!!!”. Στη συνέχεια ξεκίνησε να γράφει βαριεστημένα στιχάκια στο περιθώριο του τετραδίου, όταν ένιωσε το κινητό της να χτυπάει, ειδοποιώντας την ότι είχε γραπτό μήνυμα. Άραγε από τον Αναξίμανδρο είναι ή από την Τάνια, αναρωτήθηκε η Τζίνα πατώντας το κουμπί για να το διαβάσει.
Σε χρειαζόμαστε στο Μέτωπο για μια ειδική αποστολή, έλα αμέσως, έγραφε το μήνυμα. Η Τζίνα διάβασε και ξαναδιάβασε το μήνυμα και έκλεισε τα μάτια. Πάντα το φοβόταν ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή και να που ήρθε. Έπρεπε να εκτελέσει το έργο της, να βοηθήσει στην απελευθέρωση κι άλλων ιστοριών από τους Τυράννους τους.
“Συγνώμη κυρία,” είπε στη φιλόλογο, “μπορώ να βγω λίγο έξω;”
“Και που λέτε τότε με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε ότι τρία παιδ…” έλεγε η κυρία Κλάψα, όταν σταμάτησε και απάντησε “μα και βέβαια Τζίνα, μόνο βιάσου, δε θέλω να χάσεις τις εξελίξεις.”
“Ευχαριστώ,” απάντησε η Τζίνα και έτρεξε προς έναν βολικά τοποθετημένο τηλεφωνικό θάλαμο στην άκρη του προαυλίου. Μπήκε βιαστικά μέσα και αμέσως βγήκε με τη στολή της: μαύρες μπότες, μαύρο δερμάτινο παντελόνι και μαύρη δερμάτινη καμπαρτίνα. Με μια αποφασιστική κίνηση φόρεσε τα γυαλιά ηλίου της και έβγαλε από την τσέπη της το ειδικό πασπαρτού της. Έπειτα πλησίασε μια κολόνα και άρχισε να δοκιμάζει ένα ένα τα κλειδιά μέχρι να βρει το κατάλληλο. Τελικά το κατάφερε και σε μια πράσινη λάμψη, γεμάτη με διάχυτα μηδενικά και άσσους, μια πόρτα άνοιξε στον αέρα και η Τζίνα μπήκε μέσα της. Ύστερα η πόρτα αυτή έσβησε, κρύβοντας την παρουσία της από ανυποψίαστα μάτια.
2
Τα τακούνια της Τζίνας χτυπούσαν πάνω στο σαν σκακιέρα ψηφιδωτό του στενού διαδρόμου με τις χιλιάδες πόρτες. Αν θυμόταν καλά έπρεπε να ανοίξει την εκατοστή πόρτα αριστερά και για αυτό με προσοχή μετρούσε πόσες πόρτες περνούσε, ενώ από μέσα της καταριόταν τους δημιουργούς του Μάτριξ (ύστερα βέβαια σκέφτηκε το Τουίν Πικς και οι κατάρες της μετρίασαν λίγο αφού υπήρχαν και χειρότερα, όπως κόκκινες κουρτίνες και ενοχλητικοί νάνοι). Πολλά εκνευριστικά κλικ-κλακ αργότερα και βρήκε την πόρτα που έψαχνε. Την άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο.
Βρέθηκε μέσα στη μέση ενός βάλτου, νύχτα, με τον αέρα γεμάτο ομίχλη, ενώ ένα κάστρο φαινόταν στον ορίζοντα. Από μακριά λύκοι ούρλιαζαν ενώ αόρατα κοράκια έκραζαν. Ανατριχιάζοντας άρχισε να προχωράει μέσα στην ομίχλη, όταν έφτασε μπροστά στις πύλες ενός νεκροταφείου. Κάνοντας τον σταυρό της, είκοσι υποκλίσεις στον Αλλάχ και κάμποσες βουδιστικές σούτρες, έτσι για να είναι σίγουρη, έσπρωξε την σκουριασμένη πύλη που άνοιξε με ένα μακρόσυρτο τρίξιμο και μπήκε στο νεκροταφείο. Εκεί, ανάμεσα στις μουχλιασμένες από τον χρόνο μαρμάρινες πλάκες στεκόταν ένας καμπούρης άντρας που έσκαβε έναν τάφο.
“Συγνώμη,” τον ρώτησε η Τζίνα, “εδώ είναι το δωμάτιο στρατηγικού σχεδιασμού;”
Ο άντρας την κοίταξε, και με τρόμο η κοπέλα είδε το παραμορφωμένο πρόσωπό του. “Όχι κοπελιά,” της είπε με μια βαθιά φωνή, “είναι το δίπλα δωμάτιο, εδώ είναι το νεκροταφείο κακής γοτθικής ποίησης.”
“Συγνώμη για την ενόχληση,” του είπε η Τζίνα και έκανε αμέσως μεταβολή.
“Κανένα πρόβλημα,” απάντησε ο νεκροθάφτης, “πολλοί μπερδεύονται,“ και επέστρεψε στη δουλειά του.
Και ενώ η Τζίνα έβγαινε από την είσοδο του νεκροταφείου ένα χέρι τινάχτηκε από το χώμα και άρπαζε το πόδι του νεκροθάφτη. Αυτός, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του τράβηξε ένα πιστόλι από την τσέπη του και πυροβόλησε τρεις φορές στον τάφο, μέχρι που το χέρι σταμάτησε να κινείται.
“Άτιμα γοτθικά ποιήματα,” είπε στον εαυτό του, “όσο κι αν τα θάψεις πάντα θα συνεχίσουν να σου έρχονται…”
Στο δίπλα δωμάτιο τώρα η Τζίνα αντίκρισε έναν νεαρό άντρα καλωδιωμένο ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο να κοιτάζει ένα σύνολο από γιγαντοοθόνες.
“Συγνώμη,” είπε δισταχτικά στον άντρα, “αλλά εδώ είναι το δωμάτιο στρατηγικού σχεδιασμού;”
“Ναι Τζίνα,” της απάντησε εκείνος χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του από τις οθόνες, “σε περίμενα.”
“Τι με θέλατε;” ρώτησε εκείνη φοβισμένη.
Ο άντρας πάτησε ένα κουμπί και οι αριθμοί 7, 22 και 38 εμφανίστηκαν σε μία οθόνη.
“Ο υπολογιστής πρόσφατα ανακάλυψε μια τύπου Κ ιστορία στην οποία θα πρέπει να αποστείλουμε κάποια πράκτορά μας – και εσύ κρίθηκες ως η καταλληλότερη. Όπως βλέπεις…”
“Ουάου!” είπε η Τζίνα, “και όλα αυτά βλέποντας τρία νούμερα; Τι αναπτυγμένο κρυπτογραφικό σύστημα!”
“Όχι,” απάντησε ο άντρας, “αυτοί είναι οι αριθμοί του λόττο, ο υπολογιστής είναι ενσωματωμένος στο κεφάλι μου, ο πιο δυνατός υπολογιστής του πολυκόσμου, μου επιτρέπει να παρατηρώ κάθε στιγμή το τι γίνεται σε όλους τους γνωστούς κόσμους οποιαδήποτε στιγμή.”
“Ακόμα και…” τραύλισε η Τζίνα φοβισμένη.
“Ναι,” απάντησε αδιάφορα ο άντρας, “αν και προτιμώ την ιστορία #545 με τις σεξομανείς αμαζόνες και τα ζόμπι”, αλλά η Τζίνα ούτε που πρόλαβε να σοκαριστεί με το δεύτερο μέρος της πρότασης, αφού μόλις άκουσε το ναι φώναξε με όλη τη δύναμή της φωνής της “ΟΧΙΙΙΙ!!!!” κατακόκκινη και με δάκρυα στα μάτια, σαν τη μέση παρθενοπιπίτσα γιαπωνέζα από οποιοδήποτε Άνιμε.
“Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά,” είπε ο άντρας, “πρέπει να σου μεταβιβάσω τα δεδομένα της αποστολής, πιάσε το χέρι μου.”
Δισταχτικά η Τζίνα το έκανε και, σαν ηλεκτρική εκκένωση μια σειρά από δεδομένα πέρασαν από τον άντρα στο χέρι της και από εκεί στον εγκέφαλό της.
3
Ο νέος κόσμος ήταν αξιοπερίεργος. Τα πλούσια χρώματα του κόσμου της Τζίνας είχαν δώσει τη θέση τους σε δύο μόνο χρώματα, το άσπρο και το μαύρο, ενώ οι περισσότερες λεπτομέρειες είχαν χαθεί, δίνοντας στη θέση τους σε γενικές μορφές, ενώ και η ίδια η Τζίνα είχε αλλάξει, και όσο άλλαζε θέση πρόσεχε ότι το σώμα της άλλαζε μαζί της. Άλλοτε τα χέρια της ήταν μακρύτερα από όσο έπρεπε, άλλοτε γίνονταν άνισα, το στήθος της άλλαζε θέση, ενώ κατά καιρούς οι σκιές μετακινούνταν παράξενα. Γενικά ο κόσμος φαινόταν να αγνοεί την κοινή Ευκλείδεια γεωμετρία μόνο όπως ένας Μεγάλος Παλιός θα μπορούσε.
Αμήχανη έβγαλε το κινητό της και τηλεφώνησε στο κέντρο.
“Κάτι πάει πολύ στραβά με την ιστορία,” είπε ανήσυχη.
“Είναι ιστορία τύπου Κ,” της εξήγησε ο συνομιλητής της, “δηλαδή ερασιτεχνικό κόμικ. Είναι λογικές οι αλλαγές σε σχέση με τις ιστορίες τύπου Γ και πολύ πιο σπάνιες να λάβουν την προσοχή μας: συνήθως οι κόσμοι τους αποτελούνται από δύο-τρεις χαρακτήρες που λένε ανούσια πράγματα και δεν υπάρχει αρκετή υποδομή για να δικαιολογεί το ρίσκο μιας επιχείρησης.”
“Και πως θα βρω τον στόχο;” ρώτησε η Τζίνα.
“Μα είναι απλό, είναι ο τυπικός emo πρωταγωνιστής.”
“Μα…” πήγε να πει η Τζίνα αλλά ξαφνικά είδε τον στόχο της, ένα αδύνατο αγόρι με μια χαρακτηριστική φράντζα και ντυμένο στα μαύρα. Με γοργά βήματα τον πλησίασε και προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή, αν και τα διαλυμένα all-star του τραβούσαν πάνω τους όλη την προσοχή του, καθώς με θρησκευτική ευλάβεια κοιτούσε τα πόδια του.
“Είσαι ο Πέτρος;” τον ρώτησε τελικά.
“Με αυτό το όνομα στιγμάτισαν την ύπαρξή μου,” απάντησε εκείνος, με το βλέμμα του καρφωμένο με ταβανόπροκες στα πόδια του. “αν και το όνομα που έκαψαν στην ευαίσθητη συναισθηματική ψυχή μου οι συμμαθητές μου είναι ‘ο Μούχλας’.”
“Θα ήθελα να μιλήσουμε,” του είπε η Τζίνα, “είναι για κάτι σοβαρό.”
“Τίποτα δεν είναι πιο σοβαρό από τον πόνο που νιώθω. Τίποτα πιο σοβαρό από τον ατελείωτο πόνο στην μαύρη τρύπα της καρδιάς μου που απορροφά κάθε φως χαράς.” Ένα θλιμμένο χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό του και με αποφασιστικότητα έβγαλε από το τσεπάκι του από το σημειωματάριό του και έγραψε κάτι σε αυτό.
“Είναι πραγματικά κάτι που θα γκρεμίσει τον κόσμο σου,” του είπε η Τζίνα.
“Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε από τη μέρα που είδα την Μαρία-Ευγενία, το μόνο πλάσμα που μπορεί να γεννήσει μια σπίθα ευτυχίας στην Άβυσσο της ψυχής μου, να φιλιέται με τον Φώτη, το πλάσμα που μισώ τόσο όσο με μισεί όλος ο κόσμος μαζί.”
“Ναι,” είπε αμήχανα η Τζίνα, ενώ από μέσα της καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που ανέλαβε την αποστολή. Είναι τόσο παθητικός, σκέφτηκε, που πρέπει να τον χειραγωγήσω έτσι ώστε να καταστρέψει την ιστορία άθελά του.
“Και γιατί δε της λες πως αισθάνεσαι;” τον ρώτησε εκείνη.
“Είναι αδύνατο να αγαπήσει τη πονεμένη και κενή ψυχή μου αυτός ο άγγελος που έπεσε από τον παράδεισο,” της απάντησε εκείνος.
“Θα σε βοηθήσω εγώ,” του είπε εκείνη, “πες μου μόνο που είναι και θα πάμε μαζί να τη βρούμε.”
“Είναι στις τουαλέτες και κάνει παρτούζα με όλα τα αγόρια της τάξης,” της απάντησε περίλυπος εκείνος.
Η Τζίνα ένιωσε ξαφνικά το σαγόνι της να χτυπάει στο πάτωμα, ενώ ένα περίεργο βάρος (που αποδείχτηκε μια πελώρια σταγόνα ιδρώτα) να κρέμεται από το μέτωπό της.
“Και εσύ γιατί δεν είσαι εκεί;” τον ρώτησε απελπισμένη.
“Ξέρεις, δεν έχω ξαναγγίξει ούτε ξαναφιλήσει κοπέλα…” ξεκίνησε να λέει εκείνος, φτάνοντας την ηρωική πράκτορα του Μετώπου στα όριά της. Με μια βίαιη κίνηση άρπαξε και φίλησε το αγόρι, ενώ πήρε το χέρι του και το έβαλε στο στήθος της.
“Τώρα πήγαινε βρες την,” του είπε και εξαφανίστηκε στις μαυρόασπρες ρίγες που αποτελούσαν τη σκιά ενός κτηρίου και έπειτα χάθηκε σε μια από τις Πόρτες που βρισκόταν εκεί.
Πίσω από μια άλλη κολόνα όμως ένα ζευγάρι μάτια παρακολουθούσε τη σκηνή και το χαμόγελο που τα συνόδευε έλαμψε σαν μια σατανική έκδοση διαφήμισης της Colgate.
4
“Άντε παιδιά, πιο γρήγορα,” φώναξε η Τάνια στο συγκρότημα, “έχουμε αποκοιμηθεί εδώ.”
“Είμαστε ατμοσφαιρικοί,” απάντησε ο Τάσος, ο πληκτράς, χτυπώντας ταυτόχρονα ένα πλήκτρο το λεπτό.
“Ναι,” συμπλήρωσε ο Γρηγόρης, ο κιθαρίστας παίζοντας για εικοστή φορά το τελευταίο τρίλεπτο το ίδιο ακόρντο.
“Και εδώ που τα λέμε εσύ τι είσαι στο συγκρότημα,” την ρώτησε ο μπασίστας που η Συγγραφέας είχε ξεχάσει να του δώσει όνομα και έμεινε έτσι.
“Είμαι η γκρούπι σας,” αποκρίθηκε η Τάνια.
“Οι γκρούπις πάνε με τους μουσικούς ενός συγκροτήματος,” απάντησε ο Τάσος, “όχι με τον ντράμερ και μάλιστα μόνο μια φορά.”
Η Τζίνα δεν απάντησε, απλά της έκλεισε πονηρά το μάτι.
Μισή ώρα (και δύο τραγούδια) αργότερα η Τζίνα και η Τάνια άφησαν το μικρό στούντιο για να “πάνε για καφέ” στο σπίτι της Τάνιας. Εκεί, χωρίς λόγια και άλλες περιττές καθυστερήσεις αφέθηκαν σε δυόμιση σελίδες γλαφυρών περιγραφών παθιασμένου σεξ που θα ζήλευε κι ένα βιβλίο της Βιργινίας Σουλτουκίδου© (και οι οποίες θα αποσταλούν ως δώρο σε όποιον προσφέρει δωρεά άνω των 5€ στον υποφαινόμενο). Όταν πια έφτασαν στο τέλος των σελίδων αυτών, λαχανιασμένες και με τα σφριγηλά νεανικά τους κορμιά καταϊδρωμένα (μόνο για 5€ είπαμε – τζάμπα πράγμα. Και για όσους τηλεφωνήσουν στα επόμενα είκοσι λεπτά μαζί δώρο η σύντομη ιστορία “Η Αθηνά και τα απόκρυφα της Άρτεμης” – 210-521010, παραγγείλετέ τα τώρα, μοναδική προσφορά!) σταμάτησαν για να πάρουν μια ανάσα. Η Τάνια άναψε τσιγάρο και κοίταζε αφηρημένη το ταβάνι, ενώ η Τζίνα την κοίταζε σκεπτική.
“Τι τρέχει μικρό,” την ρώτησε η κοκκινομάλλα.
“Ξέρεις, σκέφτομαι μήπως πρέπει να μιλήσω για εμάς στον Αναξίμανδρο,” της απάντησε η Τζίνα.
“Δε θα στο συμβούλευα,” απάντησε η Τάνια, “πιστεύω θα το πάρει πολύ άσχημα ότι τον απατάς. Και μάλιστα με γυναίκα.”
“Δεν ξέρω ρε,” απάντησε η ξανθιά κοπέλα, “τον αγαπάω πραγματικά, απλά πάντα ήταν απόμακρος, ενώ εσύ ήσουν πάντα κοντά μου όταν σε χρειαζόμουν. Σας αγαπάω και τους δύο, απλά διαφορετικά.”
“Σε καταλαβαίνω,” της είπε η Τάνια, κλείνοντας τη στιγμή αυτή ανάπτυξης χαρακτήρων. “πάμε τώρα για δεύτερο γύρο!” είπε και έσβησε το τσιγάρο της, ορμώντας πάνω στην Τζίνα.
Κάπου αλλού μια πύλη από το πολυσύμπαν άνοιγε και μια γνώριμη μορφή έμπαινε στην ιστορία της Τζίνας. Ποιος ήταν ο μυστηριώδης επισκέπτης και τι ρόλο θα έπαιζε στην εξέλιξη των πραγμάτων; Η απάντηση στο επόμενο κεφάλαιο.
5
Η Τζίνα έφτασε τρέχοντας στο σχολείο. Είχε αργήσει να ξυπνήσει και το μάθημα είχε ήδη αρχίσει. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε έτρεξε στην τάξη της και ζητώντας ένα συγνώμη από τον κύριο Τσαντίλα, τον μαθηματικό τους, έκατσε στο θρανίο της.
“Άργησες,” της είπε ο Αριστομένης που καθόταν μπροστά της.
“Παρακοιμήθηκα,” του απάντησε εκείνη ξέπνοα, “θα τα πούμε στο διάλειμμα.”
Μετά από μια ώρα άλγεβρας το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά ξεχύθηκαν στο προαύλιο.
“Τι σε ξενύχτησε χθες;” ρώτησε την Τζίνα ο Αναξίμανδρος όταν βρέθηκαν μόνοι να περπατάνε στο διάδρομο.
“Διάβαζα μέχρι αργά,” του απάντησε εκείνη με ένα χαμόγελο, “τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Είχα πρόβα, πήγα μετά για καφέ με την Τάνια και η μέρα έφυγε.”
“Σε καταλαβαίνω,” της είπε εκείνος τρυφερά. “Τι θα έλεγες αύριο να πηγ…” ξεκίνησε να λέει, αλλά η προσοχή της Τζίνας (όπως και των περισσότερων μαθητών που βρίσκονταν στο προαύλιο) ήταν αλλού, στη μέση του προαυλίου, όπου μια μαυρόασπρη φιγούρα ενός emo αγοριού με περίεργη ανατομία προχωρούσε αμέριμνη, κοιτάζοντας σταθερά το έδαφος.
“Όχι ρε πούστη!” είπε από μέσα της η Τζίνα και αμέσως είπε στον Αναξίμανδρο “Με συγχωρείς, αλλά έχω κάτι να κάνω,” και, χωρίς άλλες εξηγήσεις, έτρεξε προς το ασπρόμαυρο αγόρι. Φουριόζα τον άρπαξε από το μανίκι και πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει τον έσυρε πίσω από τις τουαλέτες του σχολείου για να μιλήσουν με την ησυχία τους.
“Τι κάνεις εδώ πέρα;” του φώναξε. “Δε θα έπρεπε να ήσουν στην ιστορία σου;”
“Η άδεια μου καρδιά γεμίζει από το ελάχιστο κβάντο χαράς που χωράει μέσα της, τώρα που σε βλέπω,” της είπε εκείνος με το βλέμμα καρφωμένο στα παπούτσια της. “Από τη στιγμή που με φίλησες γέμισε, μόνο πως η απουσία σου ανοίγει τις τρύπες που πολλοί ανεκπλήρωτοι έρωτες της έχουν δημιουργήσει και μακριά σου κάθε χαρά χάνεται.”
“Κοίτα,” τον έκοψε η Τζίνα, “δεν ξέρω αν η καρδιά σου είναι ή όχι σα σουρωτήρι, αλλά λυπάμαι που σου το λέω, μα έχω γκόμενο.”
“Η σκοτεινή ψυχή μου αλυχτά σαν πεινασμένη κουρούνα, παραπλανημένη από το δόλωμα που της έριξε το φιλί σου,” απάντησε ο Πέτρος φεύγοντας με χαμηλωμένο το κεφάλι, “είσαι άλλη μια δόλια ψεύτρα που την αγάπησα πραγματικά αλλά έκανε την καρδιά μου κομμάτια σα να ήταν από γυαλί.”
“Κοίτα, το φιλί ήταν…” πήγε να του εξηγήσει η Τζίνα, αλλά ο Πέτρος είχε φύγει ήδη.
“Γιατί όλα σε εμένα;” είπε η κοπέλα τελικά και ξεκίνησε για να γυρίσει πίσω προς το προαύλιο. Ούτε που είχε προσέξει ότι ο Αναξίμανδρος τόση ώρα άκουγε τα όσα είχαν πει αυτή και ο Πέτρος.
6
“Παρακαλείται η Τζίνα να έρθει στο γραφείο,” ακούστηκε από τα μεγάφωνα του σχολείου.
Τι με θέλουν πάλι; απόρησε εκείνη και πήρε το δρόμο προς τα γραφεία. Φτάνοντας εκεί δε μπόρεσε παρά να παρατηρήσει το πόσο είχε βελτιωθεί η διακόσμηση σε σχέση με το πως ήταν τα γραφεία κατά την προηγούμενη ενσάρκωση της ιστορίας: εκεί που κάποτε υπήρχαν πορτρέτα των αγωνιστών του ’21, του ’40 και του ’67 υπήρχαν τώρα έργα μοντέρνας τέχνης και οι κάποτε κρύοι, λευκοί τοίχοι τώρα είχαν ένα ζεστό, πορτοκαλί χρώμα.
Η Τζίνα, ψύχραιμη κατευθύνθηκε προς το γραφείο του λυκειάρχη και χτύπησε την πόρτα. “Με ζητήσατε;” ρώτησε.
“Πέρνα,” της είπε μια άγνωστη φωνή από την άλλη πλευρά της πόρτας. Η Τζίνα την άνοιξε και ένα σύννεφο καπνού από μέσα την έπνιξε. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της και μπήκε μέσα. Πίσω από το γραφείο του λυκειάρχη καθόταν ένας άγνωστος άντρας με κουστούμι, γυαλιά ηλίου και κάπνιζε ένα πούρο.
“Κάτσε,” της είπε, “έχουμε να μιλήσουμε για ένα σοβαρό θέμα.”
Η Τζίνα έκατσε. “Τι θέμα είναι αυτό;” ρώτησε.
“Αφορά τη μοίρα αυτού εδώ του κόσμου και το Μέτωπο,” της είπε ψυχρά εκείνος.
“Ποιος είσαι;” τον ρώτησε σοκαρισμένη η κοπέλα.
“Κάποιος που οι φίλοι τον φωνάζουν ‘το Λαμόγιο’,” της είπε εκείνος, “και θέλω να αναλάβω τον έλεγχο της υπέροχης ιστορίας που έχεις εδώ.”
“Τι εννοείς;” τον ρώτησε ταραγμένη η Τζίνα.
“Θα σου πω αγαπητή μου,” της είπε εκείνος, “γνωρίζεις καλά το πόσες ιστορίες κυκλοφορούν εκεί έξω. Πολλές εγκαταλείπονται από τους συγγραφείς τους. Εγώ λοιπόν τις παίρνω, τους κάνω αλλαγές προς το καλύτερο και τις παρουσιάζω σαν δικές μου.”
“Και θες να κάνεις το ίδιο και εδώ!” φώναξε θυμωμένη η Τζίνα, “Αυτό αποκλείεται!”
“Στη θέση σου δε θα ήμουν τόσο απόλυτος,” της είπε εκείνος ήρεμα, “η πρότασή μου δεν είναι ούτε τόσο απλή ούτε τόσο ασύμφορη όσο νομίζεις. Υπόσχομαι ότι και θα σας αφήσω μια σχετική ελευθερία πράξεων αλλά και ότι θα σας προφυλάξω από τα προβλήματα που θα δημιουργήσει ένας κατώτερος μου συγγραφέας ή το Μέτωπο.”
“Το Μέτωπο δε δημιουργεί προβλήματα!” είπε με σθένος η Τζίνα.
“Νομίζεις,” της είπε ο άντρας, “το Μέτωπο πάσχει από ένα σοβαρό πρόβλημα: είναι ανίκανο να προβλέψει τις επιπτώσεις των πράξεών του, όπως και να συγκρατήσει την αλληλεπίδραση των διαφόρων ιστοριών που βρίσκονται στο πλέγμα του.”
“Τι εννοείς;” τον ρώτησε.
“Ας πάρουμε για παράδειγμα τον νεαρό που ‘ελευθέρωσες’ χθες. Αν δεν τον είχες φιλήσει δε θα είχε χάσει το μάθημα φυσικής και θα τον είχε τσιμπήσει μια ραδιενεργή κατσαρίδα. Με τις δυνάμεις που θα αποκτούσε θα γινόταν ο ρόουτσμαν, ένας υπερήρωας που θα έσωζε τον κόσμο από τον δόκτορα Σουπιά και το δηλητηριώδες μελάνι που θα εξαπέλυε στην ατμόσφαιρα. Τώρα πια κανείς δε θα σταματήσει τον τρελό επιστήμονα εξαιτίας σου! Ο κόσμος θα καταστραφεί από το Μέτωπο!”
“Μα αυτό που είπες θυμίζει-” ξεκίνησε να λέει η Τζίνα αλλά ο άντρας την διέκοψε με ένα ξερό “ναι”.
“Μα είναι εντελώς αντιγραφή…” συνέχισε εκείνη.
“Κοίτα,” της είπε το Λαμόγιο, “υπάρχουν πολλοί παντελώς ατάλαντοι που θα πάρουν μια επιτυχημένη ιστορία και θα την αντιγράψουν σε μια πιο γελοία εκδοχή υπό το πρόσχημα της σάτιρας. Βέβαια η αταλαντοσύνη τους δεν κάνει καν αστεία τα έργα τους, μόνο δείχνει πόσο ανίκανοι να γράψουν κάτι δικό τους είναι.”
Σε αυτό το σημείο ένα “γκούχου-γκούχου” όλο νόημα ακούστηκε από το υπερπέραν, κάνοντας τον άντρα να χλωμιάσει και να γυρίσει ενστικτωδώς το πρόσωπό του προς το ταβάνι και να πει δυνατά “υπάρχουν βέβαια και φωτεινές εξαιρέσεις!”
“Όπως και να έχει,” του είπε η Τζίνα, “προτιμώ κάποια προβλήματα που ίσως μπορώ να λύσω και μόνη μου, παρά έναν ακόμα τύραννο πάνω από το κεφάλι εμένα και του λαού μου. Βίβα λα ρεβολουθιόν!”
“Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη;” την ρώτησε το Λαμόγιο, “επειδή θα τα ξαναπούμε πιο σύντομα από ότι νομίζεις,” συμπλήρωσε, ενώ η κοπέλα εκνευρισμένη απομακρυνόταν από το δωμάτιο.
“Είμαι τελικά ο Μούχλας,” μονολόγησε ο Πέτρος προχωρώντας μόνος του στον δρόμο, χωρίς να προσέχει τι γινόταν γύρω του. Όλα αυτά τα χρώματα και οι άπειρες γραμμές που υπήρχαν παντού τον αποσυντόνιζαν, συνηθισμένος καθώς ήταν στον ασπρόμαυρο δικό του. “Δε με αγαπάει κανείς, όλοι με μισούν, είμαι ένας Μουχλ-” συνέχισε, αλλά το δυνατό φρενάρισμα τον διέκοψε, καθώς ένα φορτηγό φρέναρε απότομα για να μην τον χτυπήσει, ντεραπάροντας και χύνοντας πάνω του ένα από τα βαρέλια με ραδιενεργά απόβλητα που κουβαλούσε στην καρότσα του.
7
“Τάνια, θέλω να μιλήσουμε,” της είπε ο Αναξίμανδρος όταν τη συνάντησε στο προαύλιο. Την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε σε μια απόμερη γωνία.
“Είναι αλήθεια ότι η Τζίνα με απατάει;” την ρώτησε απότομα.
Η Τάνια τα έχασε. Αναρωτήθηκε πως έμαθε για τη σχέση τους. Το ανακάλυψε μόνος του, τους κάρφωσαν ή του το είπε η Τζίνα; Έπρεπε να βρει την καλύτερη δυνατή απάντηση. “Πέφτω από τα σύννεφα,” του είπε τελικά.
“Δηλαδή όλους αυτούς τους καφέδες που μου έλεγε η Τζίνα ότι πηγαίνατε μαζί τους ήπιατε;” τη ρώτησε.
“Φυσικά,” απάντησε η Τάνια, και συμπλήρωσε από μέσα της μετά το σεξ.
“Την άκουσα να το παραδέχεται με τα ίδια μου αυτιά,” της είπε θυμωμένος, “και δε μπορώ να πιστέψω ότι μου τα φοράει με αυτόν τον χλέμπουρα!”
“Κοίτα, μπορώ να σου εξηγήσω…” απάντησε ενστικτωδώς εκείνη, πολύ πριν προσέξει την λέξη ‘χλέμπουρα’. Όταν πια το αντιλήφθηκε ήταν πολύ αργά, αφού ο Αναξίμανδρος μανιασμένος την ταρακουνούσε βίαια και ούρλιαζε “ξέρασέ τα όλα!”
“Να σου πω την αλήθεια,” του είπε εκείνη με τα πρώτα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια της, “δεν ξέρω για κανένα χλέμπουρα. Από εσένα το μαθαίνω τώρα και με πονάει που δε μου το είπε η Τζίνα πρώτα. Νιώθω πολύ προδομένη και σε καταλαβαίνω απόλυτα.” Η φωνή της πνίγηκε σε ένα δυνατό λυγμό, ενώ μαύρα δάκρυα (από τη λιωμένη μάσκαρα) κυλούσαν σαν ποτάμι στα μάγουλά της.”Κανονικά δε θα σου μίλαγα για το θέμα, αλλά δυστυχώς οι καταστάσεις με αναγκάζουν να το κάνω.”
“Πες μου τι ξέρεις!” είπε δραματικά ο Αναξίμανδρος κρατώντας το πρόσωπό του, σε μια πόζα που θα τη ζήλευε κάθε πρωταγωνιστής τηλεοπτικής δραματικής σειράς.
“Πρέπει να ξέρεις ότι η Τζίνα και εγώ είχαμε σχέση,” έριξε την βόμβα της η Τάνια.
“Εννοείς ότι…;” είπε συγκλονισμένος ο Αναξίμανδρος.\
“Ναι.”
“Δηλαδή…;”
“Ναι.”
“Και γιατί δε μου το είπατε;” είπε αναστατωμένος ο Αναξίμανδρος, έχοντας ξεχάσει σχεδόν τον ανταγωνιστή του.
“Το φανταζόμουν ότι θα αντιδρούσες έτσι,” είπε η κοπέλα, “για αυτό δε σου το είχαμε πει. Αλλά δε περίμενα ότι θα με απατούσε κι εμένα.”
“Και γιατί δε μου το είπατε;” διαμαρτυρήθηκε ο Αναξίμανδρος, “Αν δε με θέλατε μαζί σας θα μπορούσα απλά να κοιτάω!” αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι το λεσβιακό σεξ είναι το απραγματοποίητο όνειρο κάθε άντρα.
“Και πως είναι αυτός που τα έχει με τη Τζίνα,” τον ρώτησε η Τάνια, προσπαθώντας να ξεπεράσει το σοκ της.
“Είναι ένας κοντός, κοκαλιάρης, ασπρόμαυρος, emo τύπος,” απάντησε εκείνος.
“Σαν αυτόν τον τυπά που λάμπει πράσινος στο βάθος του προαυλίου;” ρώτησε η Τάνια.
“Ναι,” είπε ο Αναξίμανδρος, κοιτάζοντας ανέμελα προς το μέρος αυτού που του έδειξε η κοπέλα, “κάπως έτ… ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΥΣΤΗΣ!” φώναξε και, ξαναφέρνοντας στο μυαλό του τα μαθήματα Κουνγκ Φου που παρακολουθούσε επί χρόνια, ξεχύθηκε σαν αστραπή και τον πλάκωσε στις μπουνιές.
“ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ ΡΕ!!!” φώναζε, ενώ έριχνε γονατιές στο πρόσωπο του Πέτρου με δύναμη, πληγώνοντας τον ήδη ευαίσθητο ψυχισμό του. Ο Πέτρος έκανε ότι πιο αξιοπρεπές θα μπορούσε να κάνει ένας emo όταν τις έτρωγε από έναν άντρα: αντί να βάλει τα κλάματα άρχισε να ψιθυρίζει ποίηση που εξωτερίκευε τον πόνο που ένιωθε.
“Είμαι ένας Μούχλας και άμοιρο θύμα
της οργής όσων δε με καταλαβαίνουν
Που τσαλαπατάν σα λουλούδι τις ευαισθησίες μου
και εκτονώνουν τον κούφιο ανδρισμό τους πάνω μου.”
Στο μεταξύ ο Αναξίμανδρος συνέχιζε να του ρίχνει κλωτσιές ενώ τέσσερις άλλοι τον είχαν αρπάξει από τα χέρια και προσπαθούσαν να τον απομακρύνουν. Τελικά τα κατάφεραν και ο Πέτρος έμεινε γονατιστός για να απαγγείλει την επόμενη στροφή.
Είμαι ένας…”ξεκίνησε, αλλά η φωνή του έσβησε. Η λάμψη που τον περιέβαλε έγινε δυνατότερη, ενώ τα ρούχα του άρχισαν να στενεύουν. Όχι, δεν στένευαν τα ρούχα του, αυτός φούσκωνε, ατροφικοί μύες φούσκωναν δίνοντάς του το σώμα ενός μπόντυ μπίλντερ, ψήλωνε, ενώ το δέρμα του γινόταν όλο και πιο γκρίζο. Στο τέλος τα ρούχα σκίστηκαν και ο γκρίζος γίγαντας σηκώθηκε όρθιος και άφησε στον αέρα μια πληγωμένη κραυγή.
“Μουχλ! Κλαψ!”
8
“Τον έχουμε περικυκλώσει κύριε Διοικητά,” ανέφερε ο στρατιώτης Αναγνώστου στον ασύρματο. Το ειδικό τάγμα τεθωρακισμένων που είχε δημιουργηθεί για να αντιμετωπίζει μεταλλαγμένους γίγαντες είχε προλάβει να περικυκλώσει εγκαίρως το σχολείο και να αρχίσει να το εκκενώνει.
“Περάστε στη δεύτερη φάση του σχεδίου,” διέταξε ο διοικητής και ο στρατιώτης έκανε σινιάλο στους συναδέλφους του να αρχίσουν να φορτώνουν το κανόνι του τανκ τους.
Στο μεταξύ μέσα στο κτήριο ο πρώην Πέτρος και τώρα Μουχλ καθόταν κουλουριασμένος σε μια γωνία και κοιτούσε τα γυμνά πόδια του (μια και τα σκισμένα all star του δεν άντεξαν το μέγεθος που πήραν οι νέες πατούσες του και αποσκίστηκαν – και όχι, αυτό δεν είναι κρυφό πολιτικό σχόλιο, απλή μηχανική που έχει να κάνει με την ελαστικότητα των υλικών). Λίγο πιο πέρα η Τάνια είχε αγκαλιάσει φοβισμένη τον Αναξίμανδρο, ο οποίος επίσης φοβισμένος είχε αγκαλιάσει μια κολόνα.
Και τότε ο ανείπωτος τρόμος σηκώθηκε όρθιος.
“Πονάω στη θωριά του κόσμου που με τρέμει,” απήγγειλε, κάνοντας τους ελάχιστους μαθητές που είχαν απομείνει παγιδευμένοι στο προαύλιο να ουρλιάζουν με φρίκη ακούγοντας τα λόγια εκείνα που θα έκαναν και την πιο ισχυρή θέληση να λυγίσει σαν κουταλάκι στα χέρια του Γιούρι Γκέλερ.
“που πνίγει τις κραυγές πόνου μου με κραυγές τρόμου για το τι μου έκανε,” συνέχισε ο γίγαντας, ενώ τα γύρω κτήρια άρχισαν να δονούνται από την εντροπική δύναμη που εξέπεμπαν οι στίχοι του.
“ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ!” διέταξε ένας από τους αξιωματικούς απ’ έξω και το πρώτο τανκ έβαλε εμπρός.
“σε έναν κόσμο που μισεί την ευαισθησία μου,” συνέχισε ο γίγαντας, ενώ ένα σφύριγμα άρχισε να ακούγεται όλο και δυνατότερα, πνίγοντας τα ήδη πνιχτά ουρλιαχτά των κουλουριασμένων σε γωνίες μαθητών. Και έπειτα με μια βίαιη έκρηξη η ρουκέτα προσγειώθηκε πάνω στο κεφάλι του γίγαντα. Όταν πια η σκόνη κούρνιασε ο γίγαντας στεκόταν στη μέση ενός κρατήρα, με λασπωμένα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του, ενώ το πρώτο τανκ τον σημάδευε με το κανόνι του.
“και προσπαθεί να εξοντώσει τη φωνή μου!” ούρλιαξε ακόμα πιο δυνατά ο γίγαντας, ενώ οι πρώτοι σοβάδες άρχισαν να πέφτουν από τα κτήρια που, ανίκανα να αντέξουν το μέγεθος του πόνου του Μουχλ, είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται.
“Τι στο διάολο γίνεται εδώ;” είπε η Τζίνα, που μόλις είχε μπει στο προαύλιο. Το Λαμόγιο πίσω της την ακούμπησε στον ώμο και αυτομάτως η κοπέλα ήξερε τι είχε συμβεί.
“Αν θες μπορώ να το σβήσω όλο αυτό,” της είπε στο αυτί, αλλά η Τζίνα τράβηξε μακριά το χέρι του και άρχισε να τρέχει προς την πύλη.
“Όπως με πρόδωσε η αγάπη της, μα δε με σκότωσε,” συνέχισε ο Μουχλ,
“Μονάχα ξερίζωσε την καρδιά μου και την πέταξε στα όρνια.”
“ΠΥΡ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΗΣΗ!” διέταξε ο ταγματάρχης Αντωνιάδης, αλλά η πρωτόγονη δύναμη της κλάψας του γίγαντα είχε υπερισχύσει. Από μόνο του το τανκ ύψωσε σε γωνία ενενήντα μοιρών το κανόνι του και πυροβόλησε. Το βλήμα έσκισε τον αέρα και επέστρεψε πάλι πάνω στο όχημα, ανατινάζοντάς το, ενώ έντρομοι οι χειριστές του το είχαν εγκαταλείψει και έτρεχαν μακριά του.
“ΤΙ ΣΥΝΕΒΕΙ;” ούρλιαξε στον ασύρματο ο ταγματάρχης, ακούγοντας την έκρηξη. Ως απάντηση έλαβε μόνο την ξεψυχισμένη φωνή ενός χειριστή που του είπε: “αναφέρω ότι το όχημά μας αυτοκτόνησε κύριε ταγματάρχα.”
9
Η Τζίνα μπήκε τρέχοντας στο νεκροταφείο. Ο Καμπούρης νεκροθάφτης, σκυμμένος πάνω από έναν τάφο που η ταφόπλακά του έγραφε “σεξ με θηλυκούς βρικόλακες”, μονολογούσε ασταμάτητα.
“Συγνώμη,” είπε δυνατά η Τζίνα, τραβώντας την προσοχή του, “αλλά έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα.”
Όταν ο νεκροθάφτης άκουσε την ιστορία της, αφού έγινε κατάλευκος από φόβο και έχασε τα λόγια του, κατάφερε τελικά να πει: “Αυτό δεν είναι δυνατό! Πρέπει να καλέσω τον καλύτερο κυνηγό γοτθικών ποιημάτων,” και χωρίς άλλα λόγια έβγαλε το κινητό του και τηλεφώνησε σε κάποιον λέγοντας “έλα αμέσως εδώ. Όχι, δε με νοιάζει, είναι πραγματικά επείγον.”
Δέκα λεπτά αργότερα ένα γεροντάκι με μαύρο κουστούμι εποχής και μια βαλιτσούλα στο δεξί χέρι περνούσε τις πύλες. “Τζίνα, από εδώ ο καλύτερος μας κυνηγός γοτθικής ποίησης,” της τον σύστησε ο καμπούρης, “ο δόκτορας Χαν Βέλσινγκ.”
“Χαίρω πολύ, δεσποινίς,” της είπε ο γιατρός φιλώντας το χέρι της, “θα ήθελα να ξέρω τι είναι το τόσο επείγον που με διέκοψε από το κυνήγι ενός ποιήματος που μου διαφεύγει την τελευταία πενταετία και που ήμουν τόσο κοντά στο να το πιάσω.”
Η Τζίνα του εξήγησε.
“Μεγαλοδύναμε!” αναφώνησε τρομαγμένος ο γιατρός, “δε μπορεί να συμβαίνει αυτό! Δεν είναι δυνατό!”
“Γιατί;” τον ρώτησε ο καμπούρης.
“Μα δεν κατάλαβες ότι δεν έχουμε να κάνουμε με γοτθική αλλά με emo ποίηση;” ρώτησε θυμωμένος ο γιατρός. Η έκφραση του καμπούρη σκοτείνιασε.
“Ποια η διαφορά;” ρώτησε η Τζίνα βλέποντάς τους να έχουν χλωμιάσει.
“Η emo ποίηση κοπέλα μου είναι απλά ανίκητη, όλη η καταστροφική μανία της ποίησης μαζεμένη σε μερικούς κακογραμμένους στίχους.”
“Δηλαδή δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα;” ρώτησε η Τζίνα ταραγμένη.
“Μόνο ένα πλάσμα είναι τόσο ισχυρό που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο τερατούργημα” είπε ψιθυριστά ο γιατρός.
“Ο σούπερ νίντζα σάιμποργκ Τζίσους;” ρώτησε η κοπέλα.
“Όχι, κάτι πολύ ισχυρότερο,” απάντησε ο γιατρός Χαν Βέλσινγκ και κόμπιασε. Με πολύ κόπο κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση του λέγοντας με δυσκολία ένα όνομα. “Ο Αρκάνις”
10
Υπάρχει κάτι που λέγεται ιστορία κατηγορίας ΠΥΡ. Σε αυτές οι συγγραφείς μαζεύονται γύρω από ένα τραπέζι και κάνουν κάτι που λέγεται υπόδηση ρόλων. Συνήθως ο υπόλοιπος ιστοριο-ιστός τις αγνοεί με την εξαίρεση των παραδοσιακών ιστοριών Γ που εξιστορούν τα γεγονότα μιας τέτοιας ιστορίας. Οι λόγοι είναι πολλοί και δε θα τους αναλύσουμε, το θέμα όμως είναι ότι σε πολλές από αυτές συμβαίνουν τραγικά λάθη γενετικής. Ένα από αυτά ήταν ο ημινεραϊδικός της σκιάς λυκάνθρωπος ημίθεος που άκουγε στο όνομα Αρκάνις και πάνω σε αυτόν στηριζόταν πια το μέλλον όλου του κόσμου, όπως θα μάθουμε στο τέλος του κεφαλαίου.
Πίσω στο σχολείο της Τζίνας λοιπόν, η ποιητική καταστροφή συνεχιζόταν, με τον Μουχλ να απαγγέλλει στίχους που δε θα καταγραφούν εδώ για το καλό της λογικής των αναγνωστών. Ήδη οι πρώτες αίθουσες είχαν μετατραπεί σε ερείπια και οι υπόλοιπες θα ακολουθούσαν σύντομα, παραδομένες στην καταστροφική μανία του πλάσματος, ενώ παχιά μαύρα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό.
Από τα σύννεφα αυτά έπεσε στη γη ο Αρκάνις, σηκώνοντας έναν δακτύλιο σκόνης γύρω από το σημείο που προσγειώθηκε, και στάθηκε απέναντι στον Μουχλ. Ο Αρκάνις ήταν ένα δίμετρο τριχωτό ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι λύκου, κοφτερά γαμψώνυχα σε χέρια και πόδια και μυς που θα τους ζήλευε και ο Σβαρτσενέγκερ. Φορούσε μια καταπράσινη στολή και ένα καπέλο με φτερά, ενώ στα χέρια του κρατούσε μια επαναληπτική τοξοβαλίστρα και στην πλάτη του είχε ένα μπουζούκι. Ευθύς αμέσως αναγνώρισε τον αντίπαλό του και, φωνάζοντας την επιβλητική πολεμική κραυγή του “Πάρε πούλο!” επιτέθηκε με νύχια και δόντια στον αντίπαλό του. Σα μια θύελλα από μυς ξεκίνησε να πετυχαίνει απανωτά χτυπήματα τον αντίπαλό του, που από τον πόνο έβαλε τα κλάματα.
“Ο Πόνος είναι αφόρητος!
Σαν την προδοσία αυτής που αγαπούσα” απήγγειλε ο γίγαντας και ο Αρκάνις τινάχτηκε πολλά μέτρα πίσω, περνώντας μέσα από τρεις τοίχους.
“Είναι γρήγορος,” είπε στον εαυτό του ο λυκάνθρωπός όταν σηκώθηκε και ξαναεπιτέθηκε. Αλλά με όση λύσσα και αν χτυπούσε, ο γίγαντας φαινόταν όχι μόνο να μην καταπονείται, αλλά αντίθετα έμοιαζε να γίνεται όλο και πιο δυνατός.
“Η μαραμένη αγάπη της με τσάκισε,” συνέχισε ο γίγαντας, “έκανε κομμάτια το ξεραμένο μπουμπούκι της καρδιάς μου”, κάνοντας τον Αρκάνι να ουρλιάξει από πόνο.
Λίγο πιο πέρα η Τζίνα έβλεπε με τρόμο την τελευταία ελπίδα της να υποφέρει και αναγνώριζε πόσο κοντά ήταν το Τέλος. Ο ήχος του κινητού της όμως την έβγαλε από τις μαύρες σκέψεις της. Αμέσως ο σήκωσε και άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής τον υπεύθυνο στρατηγικού σχεδιασμού να της λέει “Έχω κάτι πολύ σημαντικό να σου πω.” Ακουγόταν απίστευτα αγχωμένος
“Τι συμβαίνει;” τον ρώτησε η κοπέλα.
“Άκου, ανακάλυψα τι συμβαίνει με τον γίγαντα. Σε διαβεβαιώ, δε θα σου αρέσει καθόλου.”
“Τι γίνεται;” τον ρώτησε ανήσυχη εκείνη.
“Άκου, η δύναμη του emo είναι ότι ξεκινώντας να κάνεις τον μελαγχολικό σε καταθλίβει όλο και περισσότερο στην πραγματικότητα, έτσι ώστε να πέφτεις σε έναν φαύλο κύκλο. Έτσι λοιπόν γινόταν και με τον Πέτρο, μέχρι που η ραδιενέργεια απελευθέρωσε την καταπιεσμένη αυτή ενέργεια στη μορφή του Μουχλ. Όσο πιο πολύ στενοχωριέται ο Πέτρος, τόσο πιο ισχυρός γίνεται ο Μουχλ.”
“Αυτό ήταν μόνο;” τον ρώτησε η Τζίνα.
“Όχι,” απάντησε ο άντρας, “υπάρχει κάτι πολύ, πολύ, πολύ χειρότερο. Διαβάζοντας το απαγορευμένο Emonomicon ανακάλυψα το εξής χωρίο: ‘στον οίκο του στο myspace ο Μέγας Emo κλαίγεται κι ονειρεύεται’.”
“Και τι σημαίνει αυτό;” τον ρώτησε η κοπέλα.
“Η δύναμη του Μουχλ τείνει να φτάσει σε ένα τέτοιο μέγεθος που θα ανοίξει μια πύλη προς το βασίλειο του Μέγα Εmo. Και τότε όλοι είμαστε χαμένοι!”
Και πράγματι, εκείνη τη στιγμή μια σκοτεινή δίνη άρχισε να εμφανίζεται στα σύννεφα.
“Αρκάνι, σταμάτα αμέσως!” φώναξε η Τζίνα στον καταδαρμένο λυκάνθρωπο.
11
“Δηλαδή πρέπει να τον κάνουμε να ξε-στεναχωρηθεί;” ρώτησε ο Αρκάνις.
“Ναι,” του αποκρίθηκε η Τζίνα, “πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τον κάνουμε να έρθει στα ίσια του.”
“Και όλα αυτά επειδή τον έφτυσε γυναίκα;” ξαναρώτησε ο Αρκάνις.
“Ναι,” του απάντησε η κοπέλα.
“Μόνο ένας τρόπος υπάρχει,” είπε με σθένος ο Αρκάνις και συνέχισε “έχω ένα σχέδιο.”
Πέντε λεπτά αργότερα ο Αρκάνις με το μπουζούκι του στο χέρι και η Τζίνα με ένα μικρόφωνο στέκονταν πάνω σε ένα σωρό με ερείπια και κοιτούσαν απέναντι προς τον γίγαντα.
“Είσαι σίγουρος;” ρώτησε τον Αρκάνι η Τζίνα.
“Με έναν τρόπο περνάει το ντέρτι,” σχολίασε ο Αρκάνις και άρχισε να παίζει στο μπουζούκι του ένα βαρύ ζεϊμπέκικο. “Άντε τραγούδα,” είπε στην Τζίνα, που, με φανερή αμηχανία άρχισε να τραγουδάει το πρώτο λαϊκό τραγούδι που της ήρθε στο μυαλό.
“Του αγοριού απέναντι, πείτε του πως το θέλω” ξεκίνησε, δείχνοντας προς τον Μουχλ, που απορημένος σταμάτησε την απαγγελία και γύρισε και την κοίταξε.
“Του αγοριού απέναντι, πείτε του πως πεθαίνω,” συνέχισε και ο Μουχλ άρχισε να καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι.
“Για τα γλυκά τα μάτια του αχ πόσο έχω κλάψει.”
“Αυτό είναι από άλλο τραγούδι,” παρατήρησε ο Αναξίμανδρος, που, κουλουριασμένος σε μια γωνία με την Τάνια παρακολουθούσε τη σκηνή.
“Εννοείς ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα τραγούδια από παλιές Ελληνικές ταινίες;” τον ρώτησε εκείνη.
“Ναι,” της απάντησε, “αλλά κι εγώ τώρα το πρόσεξα.”
“Η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει,” συνέχισε η Τζίνα, “σβήνει το καντήλι μου, και η ζωή, η ζωή σα χελιδόνι φεύγει από τα χείλη μου,” ενώ ο Μουχλ χόρευε παλικαρίσια ένα μερακλίδικο ζεϊμπέκικο. Ένας-ένας οι μαθητές που είχαν απομείνει στο προαύλιο άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω του και γονατιστοί να του χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια, ενώ οι στρατιώτες απ’ έξω μπήκαν στο κτήριο χορεύοντας και άρχισαν, μαζί με τις μαθήτριες, ένα χορευτικό που θα το ζήλευε και ο Δαλιανίδης.
“Και τώρα το τελειωτικό χτύπημα,” είπε ο Αρκάνις, ενώ έπιασε στο μπουζούκι έναν γρήγορο ρυθμό.
“Γλύκα, γλύκα, γλυκιά μου γλύκα,” άρχισε να τραγουδάει συνεχώς η
Τζίνα, ενώ το χορευτικό άλλαξε. Σε έναν κύκλο κάποιοι άρχισαν να χορεύουν καλαματιανό, σε άλλο χασάπικο, σε έναν τρίτο νησιώτικα, ενώ κάποιοι μαθητές από την Αφρική έπιασαν έναν παραδοσιακό χορό των Ζουλού. Και ο Μουχλ πήγαινε από κύκλο σε κύκλο και χόρευε και ένα λαμπερό χαμόγελο, σαν από διαφήμιση οδοντόκρεμας, φώτιζε το γκρίζο πρόσωπό του.
Και τότε έγινε το θαύμα. Ο Μουχλ άρχισε να συρρικνώνεται και να αποκτά το ροδαλό δέρμα του, ενώ ο ήλιος άρχισε να λάμπει μέσα από τα μαύρα σύννεφα που διαλύονταν. Και στο τέλος, μέσα στη μέση του κατεστραμμένου προαυλίου ο Πέτρος χαμογελούσε.
Και η Τζίνα χαμογελούσε βλέποντάς τον, το ίδιο και οι μαθητές που ήταν έτοιμοι να πιάσουν το “Always look at the bright side of light” (ή έστω το “telia, telia, telia”) και τα πουλάκια κελαηδούσαν και λουλουδάκια άνθιζαν ανάμεσα στα ερείπια. Ο Αρκάνις όμως είχε να ολοκληρώσει το σχέδιό του. Πατώντας ένα κουμπί στο μπουζούκι του ξεκλείδωσε τις χορδές, το μπουζούκι πήρε ένα τοξοειδές σχήμα και αμέσως ο λυκάνθρωπος τράβηξε την τελευταία χορδή σχηματίζοντας ένα αυτοσχέδιο τόξο. Ταυτόχρονα η πένα που κρατούσε είχε μετατραπεί σε ένα βέλος που πέρασε ανάμεσα στις χορδές.
Ούτε που κατάλαβαν πότε το βέλος σφύριξε στον αέρα και καρφώθηκε στο δόξα πατρί του Πέτρου.
“Αρκάνι!” φώναξε κατατρομαγμένη η Τζίνα, αλλά ο Αρκάνις την πρόλαβε και είπε “το ξέρω, μπορεί να ζει ακόμα, θα φροντίσω και για αυτό,” και με αστραπιαία ταχύτητα έβγαλε από τον σάκο του ένα τεράστιο βαρέλι με μπαρούτι που με περισσή άνεση εκτόξευσε προς το πτώμα του Πέτρου.
Η έκρηξη ήταν συγκλονιστική και το ωστικό κύμα ισοπέδωσε ότι είχε μείνει όρθιο από το άμοιρο σχολείο. Όταν πια η σκόνη καταλάγιασε το μόνο που είχε μείνει στο σημείο που ο Πέτρος κειτόταν ήταν ένας πελώριος κρατήρας.
Και ο Αρκάνις ήταν άφαντος.
12
Ο Πέτρος ξύπνησε ξαπλωμένος στο ψηφιδωτό πάτωμα ενός μακρόστενου διαδρόμου. Από πάνω του μια ανθρωπόμορφη ενυδρίδα τον παρακολουθούσε βαδίζοντας ανυπόμονα μπρος πίσω.
“Άντε, ξύπνησες ή ακόμα;” τον ρώτησε ανυπόμονα, “έλα, μη χαζολογάς, ακολούθησέ με.”
Υπάκουα ο Πέτρος ακολούθησε τον οδηγό του ανάμεσα από μια σειρά από σκοτεινά κελιά, από τα οποία προεξείχαν χέρια, χέρια ανθρώπινα και μη, αντρικά και γυναικεία, με γάντια ή χωρίς, χέρια κάθε είδους και χρώματος. Όλα όμως παρακαλούσαν για βοήθεια.
“Ποιοι είναι όλοι αυτοί;” ρώτησε ο Πέτρος.
“Είναι ήρωες που οι δημιουργοί τους τους ξεπούλησαν,” είπε η ενυδρίδα και τον οδήγησε σε μια στενή πλατφόρμα φραγμένη με μεταλλικά κάγκελα. Απέναντί τους μια γιγαντοοθόνη άρχισε να προβάλει μια εξαιρετικά δραματική σκηνή που έκανε τον Πέτρο να θέλει να αρχίσει να γράφει ποιήματα για αυτή. Έδειχνε ένα μοβ κουρέλι πιασμένο σε ένα ξύλο να ανεμίζει μπροστά μπροστά, ενώ, ανάμεσα σε ερείπια στο βάθος η Μαρία-Ευγενία έκλαιγε γοερά.
“Αυτό θα έπρεπε να ήταν το τέλος σου, μετά από δέκα χρόνια επιτυχιών στον κόσμο των κόμικ…” του είπε η ενυδρίδα αινιγματικά.
Ο Πέτρος, μαγεμένος σχεδόν, πλησίασε στα κάγκελα και άρχισε να κοιτάζει προσεχτικά τη σκηνή του θανάτου του. Για κάποιον λόγο τον έκανε τόσο ευτυχισμένο.
“Αυτό πάει να πει ότι έγινε λάθος και δεν πέθανα πίσω στο σχολείο, έτσι δεν είναι;” ρώτησε με λαχτάρα ο Πέτρος. “Θα με επαναφέρετε στη ζωή, έτσι δεν είναι;”
Η ενυδρίδα δεν απάντησε. Αντίθετα πλησίασε από πίσω τον Πέτρο και τον κλώτσησε με δύναμη, στέλνοντάς τον πάνω από το κάγκελο και στην απύθμενη άβυσσο πάνω από την οποία ήταν χτισμένη η πλατφόρμα.
“…Αν ο δημιουργός σου δε σε είχε γραμμένο,” συμπλήρωσε και άναψε ένα πούρο, ενώ η κραυγή απόγνωσης του Πέτρου αντηχούσε στους πέτρινους τοίχους του πηγαδιού.
13
Η Τζίνα μπήκε προσεχτικά στο σχολείο. Ή μάλλον εκεί που κάποτε ήταν το σχολείο της και τώρα ήταν ένα γιαπί, μετά την καταστροφική επίθεση του Μουχλ. Ευτυχώς κανείς δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά, (πέρα βέβαια από τον Τάκη τον απουσιολόγο, τον οποίο και η Λίνα, η βαρέων βαρών γοτθομπλακμεταλλού συμμαθήτριά τους, ξαναμμένη καθώς ήταν από την ποίηση του Μουχλ, άρπαξε και τον πήγε στις τουαλέτες του σχολείου για ένα μανιασμένο αισθησιακό μαστίγωμα, αφήνοντάς τον με εφτά συντριπτικά κατάγματα) και τώρα όλα έδειχναν να επανέρχονται στο φυσιολογικό. Η σχέση της με τον Αναξίμανδρο αποκαταστάθηκε, τόσο εξαιτίας της σοκαριστικής εμπειρίας που είχαν όσο και από μερικές εξηγήσεις που του έδωσε, ενώ είχε αποφασίσει να ξεκόψει για λίγο από την Τάνια ώστε να του αφιερώσει κι αυτού λίγο χρόνο.
Και η Τάνια ήταν αυτή που της είχε πει να έρθει στο σχολείο, στο οποίο και σύχναζε όλο και πιο συχνά από τότε που πρόσεξε τον κούκλο μεταλλά οικοδόμο που δούλευε εκεί, για να μιλήσουν.
Η Τάνια την υποδέχτηκε επιφυλακτικά. “Καλημέρα,” της είπε με ένα σοβαρό ύφος.
“Καλημέρα,” της απάντησε η Τζίνα, “γιατί με κάλεσες;”
“Έχω να σου πω κάτι πολύ σοβαρό,” της απάντησε η Τάνια, “είμαι έγκυος.”
ΤΕΛΟΣ